Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Αποτελούν οι Ρωμαιοκαθολικοί Εκκλησία ή αλλιώς είναι (η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) Εκκλησία του Χριστού;


[ Του Παν. Ι. Μπούμη, Ομότ. Καθ. Παν/μίου Αθηνών ]


Πολλοί αντί να θέτουν το ανωτέρω ερώτημα ρωτούν διαφορετικά ως εξής: Είναι ο Ρωμαιοκαθολικισμός ή ο Παπισμός Εκκλησία; Πολύ εύστοχα είχε προ ετών θέσει στη μονή Πεντέλης και κατά την εορτή του Αγίου Φωτίου ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ το εξής, αν θυμάμαι καλά, ερώτημα: Είναι το Βατικανό Εκκλησία; Και πολύ ωραία του απάντησαν πολλοί αρνητικά, όχι. Και μπορούσαν να πράξουν αλλιώς, εφ' όσον το Βατικανό είναι κράτος; Αυτά ως προεισαγωγικά.

Έτσι όμως μπορεί να κατηγορηθούμε ότι παρακάμπτουμε το θέμα-ερώτημα. Όπως ασφαλώς το παρακάμπτουμε και υπεκφεύγουμε, όταν μιλάμε για Ρωμαιοκαθολικισμό ή για Παπισμό. Γιατί εδώ μεταπηδάμε σε σύστημα ιδεολογικό ή διοικητικό και δεν μιλάμε για σύνολο πιστών ή και πεπλανημένων χριστιανών. Αυτή η τακτική δημιουργεί μία σύγχυση ή τουλάχιστον οδηγεί σε έναν αποπροσανατολισμό.

Αλλά το ερώτημα είναι σαφές: Αυτό το σύνολο που καλείται Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, διοικούμενο με το παπικό σύστημα που διέπεται και από το πρωτείο εξουσίας του Πάπα είναι ή δεν είναι Εκκλησία; Οι χριστιανοί, Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί, θέλουν και ζητούν μία σαφή απάντηση, έστω με υποσημειώσεις. Αλλά αυτό είναι το ζητούμενο και το αναζητούμενο. Πολλοί βιάζονται, κάνοντας λήψη του ζητουμένου, και απαντούν μάλλον πρόχειρα, για να μην πούμε αυθαίρετα, και λένε «δεν είναι Εκκλησία». 'Αλλοι πάλι, στηριζόμενοι σε άλλες αρχές και προϋποθέσεις, λένε ότι είναι Εκκλησία. Αυτοί στηρίζονται ιδίως στο γεγονός ότι έχουν ιερωσύνη, επειδή έχουν και αποστολική διαδοχή. Υποστηρίζουν δηλαδή ότι οι σημερινοί κληρικοί τους με τις διαδοχικές χειροτονίες διατηρούν την ιερωσύνη που έδωσε ο Κύριος στους Αποστόλους.

Οι πρώτοι πάλι ισχυρίζονται ότι δεν έχουν αποστολική διαδοχή και ότι αυτή διακόπηκε από τη στιγμή που δεν κράτησαν ανόθευτη την αποστολική παράδοση και διδασκαλία. Δεν μπορούν όμως να πουν ότι έφυγαν από την Εκκλησία ή τέλος πάντων ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία τους απέκοψε από αυτήν, π.χ. με ένα επίσημο μεγάλο αφορισμό ή ανάθεμα. Και ορθώς δεν ισχυρίζονται αυτό, γιατί έχουμε τις εξής σημαντικές μαρτυρίες:


α) Ο Μακάριος Αγκύρας (τέλος ΙΔ - αρχές του ΙΕ αἰώνα) μας πληροφορεί για τη Σύνοδο που έγινε στην Κωνσταντινούπολη επί πατριάρχου Μιχαήλ Γ τοῦ Αγχιάλου (1170-1177) τα εξής: Καίτοι «ο τε βασιλεύς και η σύνοδος και πάσα ομού η σύγκλητος βουλήν κατεβάλοντο, ίνα τελείως αποκόψωσι τελείω χωρισμώ τον Πάπαν και πάντας τους συν αυτώ, (τελικώς) την κρίσιν του Θεού αφέντες εις τούτο· και ο ύ τ ε αυτούς τ ε λ ε ί ω αναθεματισμώ παρέδωσαν καθώς και τας λοιπάς αιρέσεις, δια το ένι αυτούς μέγα και περιβόητον έθνος» (1).

β) 'Αξιοι ιδιαίτερης προσοχής είναι και οι λόγοι του ίδιου του προμάχου της Ορθοδοξίας (2) αγίου Μάρκου του Ευγενικού, τους οποίους απηύθυνε προς την αντιπροσωπεία των Ορθοδόξων στη σύνοδο της Φλωρεντίας (1439): «Ου μόνον εισίν οι Λατίνοι σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί· και τούτο παρεσιώπησεν η Εκκλησία ημών δια το γένος εκείνων είναι πολύ και ισχυρότερον ημών» (3) και «ουκ ηθέλησαν (οι προ ημών) θριαμβεύειν τους Λατίνους ως αιρετικούς, την επιστροφήν αυτών εκδεχόμενοι και την φιλίαν πραγματευόμενοι» (4).

γ) Στην «Απάντησιν της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1895 προς τον Πάπαν Λέοντα τον ΙΓ » λέγονται με εξαιρετική λεπτότητα τα εξής: «Η νυν Ρωμαϊκή εστιν Εκκλησία των καινοτομιών, της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των εκκλησιαστικών Πατέρων και της παρερμηνείας της τε αγίας Γραφής και των όρων των αγίων Συνόδων· διο ευλόγως και δικαίως α π ε κ η ρύ χ θ η και

α π ο κ η ρ υ σ σ ε τ α ι , εφ' όσον αν εμμένη εν τη πλάνη αυτής. Κρείσσων γαρ επαινετός πόλεμος, λέγει και ο θείος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ειρήνης χωριζούσης Θεού» (5). Παρατηρούμε δηλ. ότι δεν χαρακτηρίζεται ως «αίρεση», παρά μόνο ως «Εκκλησία των καινοτομιών, της νοθεύσεως . . . και της παρερμηνείας». Επίσης μας πληροφορεί ότι έχει αποκηρυχθεί κ α ι ό χ ι ό τ ι έχ ε ι α ν α θ ε μ α τ ι σ θ ε ί η Δυτική Εκκλησία στο σύνολό της (6).

Επομένως το ερώτημα, το ζητούμενο, παραμένει. Δεν έχουμε καμμία σαφή αυθεντική απάντηση επ' αυτού. Ίσως όμως πρέπει να αξιολογήσουμε το ιστορικό γεγονός ότι μετά το Σχίσμα του 1054 η Ορθόδοξη Εκκλησία, είτε εκουσίως είτε ακουσίως και αναγκαστικώς (ένεκα δυσμενών περιστάσεων), δεν συνεκάλεσε καμμιά Οικουμενική Σύνοδο. Αυτό το γεγονός αποτελεί αξιοσημείωτη, έστω έμμεση, μαρτυρία και απάντηση στο θέμα της εκκλησιαστικότητας των Ρωμαιοκαθολικών.

Έτσι δηλαδή δεν έδωσε καμμία απάντηση αυθεντική, είτε αμέσως είτε εμμέσως. Λέμε ούτε εμμέσως, γιατί αν έκανε μία Σύνοδο και την ονόμαζε οικουμενική, και αυτό γινόταν δεκτό από το πλήρωμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τότε αυτομάτως, de facto , και άνευ άλλης συζητήσεως θα έθετε, θα θεωρούσε, τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ως ευρισκόμενη εκτός της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αλλά, όπως προσημειώσαμε, τα δυσάρεστα γεγονότα δεν την άφησαν να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο. Μήπως σε τελευταία ανάλυση ο Θεός δεν την άφησε να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο; Και το ότι δεν συνεκάλεσε είναι πολύ ενδεικτικό, αλλά και «προδρομικό σημείο», γιατί ακολούθως έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 1965 η αμοιβαία άρση των αναθεμάτων του 1054 μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, η οποία ανέκοψε τη διαιώνιση της διαιρέσεως Ανατολής – Δύσεως.

Γι' αυτό νομίζουμε ότι είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε και να προσφύγουμε σε άλλες αυθεντικές μαρτυρίες και υποδείξεις, άμεσες ή και έμμεσες, για να πάρουμε μια απάντηση στο σπουδαιότατο αυτό θέμα. Μία τέτοια πηγή μαρτυριών είναι η Αποκάλυψη του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ιωάννου, ο οποίος στις επτά επιστολές που βρίσκονται στα τρία πρώτα κεφάλαια της Αποκαλύψεως παραθέτει σε γενικές γραμμές την πορεία της Εκκλησίας, Ανατολής και Δύσεως.

Ο ακαδημαϊκός καθηγητής Παν. Μπρατσιώτης, υπομνηματίζοντας τα τρία πρώτα κεφάλαια της Αποκαλύψεως, όπου ο Κύριος ομιλεί προς τις επτά Εκκλησίες της Μικράς Ασίας και τους επτά «αγγέλους» των Εκκλησιών τους, γράφει χαρακτηριστικά: «Ο ιερός αριθμός επτά, όστις εκφράζει συνήθως την ποικιλίαν άμα και την πληρότητα, είναι ενταύθα, ως και πολλαχού περαιτέρω, σχηματικός, εμφαίνων, κατά την επικρατούσαν εκδοχήν, το όλον χριστιανικόν πλήρωμα, την όλην Εκκλησίαν , και δη και όχι μόνον την τότε σύγχρονον, αλλά και την μέχρι συντελείας , της οποίας Εκκλησίας οιονεί αντιπροσωπευτικοί τύποι ήσαν αι εν λόγω επτά εκκλησίαι» (7).

Σ' αυτές λοιπόν τις επιστολές εναλλάξ και προοδευτικώς (κατά το ερμηνευτικό σχήμα της Αποκαλύψεως) (8) αναφέρονται συμβολικώς-προφητικώς γεγονότα και κανονικά δεδομένα που ανταποκρίνονται στην πορεία των δύο Εκκλησιών. Έτσι στις επιστολές 1,3,5,7 παρέχονται γεγονότα της πορείας της Δύσεως και στις επιστολές 2,4,6 ιστορικά στοιχεία της πορείας της Ανατολής. Αυτά τα στοιχεία προσφέρονται για την ταυτότητά τους.

Αλλά το σπουδαίο επί του προκειμένου είναι ότι και στις δύο παραθέσεις των επιστολών προς τις Εκκλησίες χαρακτηρίζει η Αποκάλυψη τους παραλήπτες-εκπροσώπους ως αγγέλους (= επισκόπους;) των εν λόγω Εκκλησιών. Έτσι λέει: «Στον άγγελο τῆς . . . Ε κ κ λ η σ ί α ς » για τις επιστολές 1,3,5,7 που αναφέρονται στη Δύση, όπως πράττει και για τις επιστολές 2, 4 και 6 που αναφέρονται στην Ανατολή (9). Επομένως δεν μπορούμε εμείς σήμερα να πάρουμε αντίθετη θέση. Είμαστε υποχρεωμένοι να τις δεχθούμε έστω ως μία έμμεση μαρτυρία-υπόδειξη περί της εκκλησιαστικότητας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όπως βεβαίως και αντιστοίχως περί της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Αλλά δεν έχουμε μόνο αυτές τις μαρτυρίες. Εκείνο που μας ενισχύει ιδιαίτερα στα ανωτέρω συμπεράσματα είναι οι δύο μικρές, αλλά θαυμαστές, επιστολές (Β΄ καί Γ΄) του ίδιου αποστόλου και ευαγγελιστή Ιωάννου.

Από αυτές η Β΄ αναφέρεται σε δύο «εκλεκτές» (= εκλεγμένες από το Θεό) αδελφές, οι οποίες, όπως δέχονται οι καινοδιαθηκολόγοι, συμβολίζουν δύο Εκκλησίες. Δύο Εκκλησίες της Μιας Εκκλησίας. Γι' αυτό και στην Γ΄ Επιστολή ο Ιωάννης μας λέει ότι «έγραψά τι (κάτι, μικρό σε έκταση) τη Εκκλησία» (Γ Ἰω. 9), στην Εκκλησία. Δηλαδή ο ίδιος ο Ιωάννης μας υποδεικνύει ότι η Β ἐπιστολή του ναι μεν αναφερόταν τυπικώς-«γραμματικώς» σε δύο αδελφές, αλλά συμβολικώς και ουσιαστικώς αναφέρεται και απευθύνεται στην Εκκλησία, στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.

Ότι αναφέρεται σε κάποιους άλλους, σε κάποιες άλλες αδελφές, όχι σε αδελφές σαρκικές, υποδεικνύεται και από το γεγονός ότι, αν και ο Ιωάννης γνώριζε λεπτομέρειες από την οικογενειακή τους κατάσταση (αδελφές, τέκνα κ.τ.λ.), εν τούτοις δεν αναφέρει το όνομά τους, το οποίο δεν μπορεί να μη γνώριζε. Ήταν ποτέ δυνατόν η ευγενικό να στέλνει έτσι ανωνύμως και αορίστως επιστολή, στο άγνωστο, σε δύο άγνωστες κυρίες, ενώ από την άλλη εμφανίζεται ότι τις γνωρίζει καλά και μάλιστα τις χαρακτηρίζει και «εκλεκτές», όπως επίσης και το ότι μεταβιβάζει ασπασμούς της μιας στην άλλη; Έτσι αναγκάζει εμάς να αναζητήσουμε, ποιές εννοεί (10).

Σημείωση:

Εδώ παρεμπιπτόντως μπορούμε να δώσουμε και μία απάντηση στο γεγονός ότι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος που ερμήνευσε διεξοδικώς την Καινή Διαθήκη, δεν ερμήνευσε τις δύο αυτές μικρές επιστολές, όπως έκανε και για την Αποκάλυψη. Μήπως δεν ήθελε να περιορίσει ή να δεσμεύσει το νόημά τους με μια απλή γραμματική του ερμηνεία, αλλά φωτίστηκε και οδηγήθηκε να αφήσει ελεύθερους τους μέλλοντες ερμηνευτές, ώστε ανεπηρέαστοι να προχωρήσουν στις πρέπουσες ερμηνείες;

Ίσως πει κάποιος, γιατί ο ευαγγελιστής Ιωάννης συμβολίζει τις δύο Εκκλησίες με δύο αδελφές, γιατί μιλάει συμβολικώς και δεν μιλάει σαφώς και κατηγορηματικώς, «οριστικώς», με ορισμό; Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος. Μην ξεχνάμε ότι και για την καθόλου Εκκλησία δεν έχουμε έναν σαφή ορισμό, αλλά μόνο συμβολικές παρομοιώσεις. Έτσι λέμε σώμα Χριστού , κιβωτός , άμπελος κ.τ.λ., αλλά δεν έχουμε ορισμό. Και θα μπορούσαμε να έχουμε ορισμό, αφού ο ορισμός είναι και ένας προσδιορισμός, αλλά και περιορισμός; Και μπορεί η Εκκλησία να περιορίζεται; Έτσι και για τα τμήματά της έχουμε συμβολισμούς, όχι περιορισμούς.

Και συγχρόνως τίθεται το μεγάλο ερώτημα: Η Εκκλησία ως το μυστικό σώμα του Χριστού, ή αλλιώς ως μυστήριο μέγα (πρβλ. Εφ. 5,32), μπορεί να οριστεί, να περιγραφεί και να περιοριστεί; Και μπορεί κάποιος να διακρίνει ανθρωπίνως και λογικώς ή να πει αυθαιρέτως ότι αυτό το τμήμα ή και αυτό το σύνολο των βαπτισμένων χριστιανών είναι Εκκλησία και το άλλο όχι; Και αυτό, όταν μάλιστα ούτε κανονικώς η Συνοδικώς (οικουμενικώς) δεν έχει δοθεί κάποιος ορισμός, δεν έχει οριοθετηθεί ο θεσμός της Εκκλησίας;

Εδώ θα ήθελα να μεταφέρω μόνο την περίπτωση που αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων για ένα περαιτέρω προβληματισμό: Ακούσαντες δε οι εν Ιεροσολύμοις απόστολοι ότι δέδεκται η Σαμάρεια τον λόγον του Θεού, απέστειλαν προς αυτούς τον Πέτρον και Ιωάννην (γιατί αυτούς;)· οίτινες καταβάντες προσηύξαντο περί αυτών όπως λάβωσι Πνεύμα 'Αγιον· ούπω γαρ ην επ' ουδενί αυτών επιπεπτωκός, μόνον δε βεβαπτισμένοι υπήρχον εις το όνομα του Κυρίου Ιησού. Τότε επετίθουν τας χείρας επ' αυτούς, και ελάμβανον Πνεύμα 'Αγιον .

Το ερώτημα δηλαδή που μπορεί να προβληθεί είναι: Προ της αποστολής των αποστόλων Πέτρου και Ιωάννου οι Σαμαρείτες ήταν στην Εκκλησία ή όχι; Τι θα απαντήσουμε; Ασφαλώς η βεβαιότητα ήλθε με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος. Αυτήν τη βεβαιότητα προς χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων θέλει να προσφέρει η Εκκλησία με τα δόγματα και τους κανόνες της, καθώς και με τα μυστήριά της.

Μετά ταύτα τίθεται το φλέγον αρχικό και τελικό ερώτημα: Μπορεί κάποιος προσεκτικός και διακριτικός χριστιανός να ισχυριστεί ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν αποτελούν Εκκλησία, ή ότι (η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) δεν είναι Εκκλησία; Αλλά ας περιμένουμε και (μία) Συνοδική απόφαση.

Ως επίμετρο:

Ακολούθως ίσως προκύψει το εξής θέμα-ζήτημα: Γιατί δεν έχουμε ή μήπως πρέπει να επιδιώξουμε ενότητα των δύο Εκκλησιών; Ενότητα μεταξύ των δύο Εκκλησιών, κατά τις ανωτέρω υποδείξεις του Ιωάννου, υπάρχει και έχουμε. Ένωση δεν έχουμε και ούτε ίσως πρέπει να γίνει ιδίως με την έννοια της αφομοιώσεως.

Προ ετών ο αείμνηστος αρχιμ. Σπυρίδων Μπιλάλης έγραφε ευστόχως: «Ορθώς ελέχθη υπό τινος των ετεροδόξων θεολόγων (του Karl Barth ), ότι «η ένωσις δεν γίνεται, ανακαλύπτεται». Και δια να ανακαλυφθή η ένωσις, πρέπει να έλθη το πλήρωμα του χρόνου» (11).

Σ' αυτήν την ελπιδοφόρο άποψη και μετά την καταγραφή των δεδομένων της Αποκαλύψεως του Ιωάννου και ιδίως των Β΄ καί Γ΄ Ἐπιστολῶν του, ας επιτραπεί να προβούμε και στην εξής διασάφηση: Το ουσιαστικό «ένωσις» στα ελληνικά είναι (φανερώνει) μία ενέργεια ή το αποτέλεσμα μιας ενέργειας. Η ενότητα είναι μία κατάσταση. Η ένωση πράγματι γίνεται. Η ενότητα προφανώς μπορεί να αποκαλύπτεται.

Και καταλήγουμε: Πράγματι με τα δεδομένα των θεόπνευστων Ιωάννειων κειμένων, κατά τη γνώμη μας, αποκαλύπτεται ή επιβεβαιώνεται ότι υπάρχει η ενότητα μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας.



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) L. Allatius, De Ecclesiae Occidentalis atque Orientalis perpetua consensione , Libri tres, Colloniae Agrippinae 1648 ( Φωτοτ . εκδ. 1970), στ. 665.

(2) Του «σημαιοφόρου της ανθενωτικής μερίδος» κατά τον Δημ. Μπαλάνο ( Οι Βυζαντινοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς, από του 800 μέχρι του 1453 , Αθήναι 1951, σελ. 181).

(3) Mansi 31A, 885D. Πρβλ. και Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας ( ΔΣΜ ), τομ. Α , Εν Αθήναις 19602, σελ . 419.

(4) Παρά S. Syropuli, Vera historia unionis non verae inter Graecos et Latinos, sive concilii Florentini exactissima narratio ( υπό Rob. Greyghton), Hagae-Comitis 1660, σελ . 256, η Ιω . Καρμίρη , ΔΣΜ , τομ . Α , σελ . 419.

(5) Ιω . Καρμίρη , ΔΣΜ , τομ . Β , Graz-Austria 19682, σελ . 942.

(6) Πρβλ. και τα λεγόμενα στη συνέχεια της ίδιας Εγκυκλίου - Απαντήσεως: «Λαοί φ ι λ ο χ ρ ι σ τ ο ι των ενδόξων χωρών της Δύσεως! χαίρομεν αφ' ενός βλέποντες υμάς, ότι έχετε ζήλον Χριστού, εκ της ορθής γνώμης αγόμενοι ότι άνευ της εις Χριστόν "πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι Θεώ». Αλλ' αφ' ετέρου οίκοθεν δήλον παντί ευ φρονούντι, ότι η σωτήριος εις Χριστόν πίστις εξ άπαντος οφείλει είναι ορθή κατά πάντα και σύμφωνος προς την αγίαν Γραφήν και τας αποστολικάς παραδόσεις, εφ αις βασίζεται η διδασκαλία των θείων Πατέρων και των επτά αγίων και θεοσυλλέκτων οικουμενικών Συνόδων» (Ιω. Καρμίρη, ΔΣΜ , τομ. Β , σελ. 944). Βλ. και Παν. Μπούμη, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών , Αθήναι 1980, σελ. 127-128 (Διατριβή επί Υφηγεσία).

(7) Παν. Μπρατσιώτου, Η Αποκάλυψις του αποστόλου Ιωάννου (Κείμενον-Εισαγωγή-Σχόλια-Εικόνα), Εν Αθήναις 1950, σελ. 70. Κάτι ανάλογο γράφει και ο μακαριστός Επίσκοπος Κατάνης Κασσιανός ερμηνεύοντας το 21ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, όπου εμφανίζονται επτά μαθητές του Κυρίου και πρωταγωνιστούν ο Πέτρος και ο Ιωάννης: «Αλλ' οι επτά μαθηταί δια του επτά του αριθμού των μόνον εκπρόσωποι της Εκκλησίας δύνανται να είναι. Η εικών των επτά είναι η εικών της Εκκλησίας υπό την καθοδήγησιν του Πνεύματος » Επισκόπου Κατάνης Κασσιανού (Μπεζομπράσωφ) – (μετάφρ. Ιω. Καλογήρου), «Το εικοστόν πρώτον κεφάλαιον του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου», Γρηγόριος Παλαμάς ΛΗ (1955), σελ. 208].

(8) Και κατά τον νόμο της Ιστορίας (σπειροειδώς).

(9) Εκτενή ερμηνεία και παράθεση ιστορικοκανονικών γεγονότων και στοιχείων μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ανεύρει στη μελέτη μας Η Αποκάλυψη του Ιωάννου για την πορεία Ανατολής - Δύσεως (Το μήνυμα των επτά επιστολών), Εκδ. «Γρηγόρη», Αθήνα 2009.

(10) Εκτενή ανάλυση μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ανεύρει στο περιοδ. «Επίσκεψις», Δεκέμβριος 2015, Ιανουάριος και Φεβρουάριος 2016, όπως επίσης και στις ιστοσελίδες «Αποστολική Διακονία», «Ρομφαία», «Συνοδοιπορία» κ. α., με τους τίτλους: Α) Οι δύο «εκλεκτές αδελφές» (Β Ἐπιστολή Ιωάννου), Β) Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης προς τις δύο «εκλεκτές αδελφές» (Β Ἐπιστολή Ιωάννου), Γ) Δύο-τρεις διαφορετικοί «πρώτοι» (Γ Ἐπιστολή Ιωάννου).

(11) Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Η Οικουμενική αποστολή της Ορθοδοξίας , Αθήναι (Εκδ. «Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων»), Αθήναι 1970, σσ. 21-22.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

______________________________________ Αρχειοθήκη αναρτησεων ιστολογίου