Από το Προσωπικό Ιστολόγιο του Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβροσίου
ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΕ ΑΝΩΝΥΜΟ ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΟ ΜΑΣ
Πολλή έκπληξη δοκιμάσαμε όταν ανεγνώσαμε την επιστολή την οποίαν μας απέστειλε ανώνυμος αποστολεύς. Όπως διαπιστώσαμεν από το περιεχόμενο της επιστολής, ο επιστολογράφος έχει σκανδαλισθεί από διηγήσεις θαυμάτων, στα οποία πολλάκις αναφερόμεθα.
Όπως, ωστόσο, θα διαπιστωθεί και από το άρθρο που ακολουθεί, το θαύμα, όταν προσεγγίζεται με την λογική, το αποτέλεσμα είναι ο σκανδαλισμός.
Διορθώνουμε τον επιστολογράφο μας. Το θαύμα στο οποίο αναφέρεται και το οποίο αναδημοσιεύσαμε αναφέρεται σε άνδρα, άρχοντα Σαουδάραβα και όχι γυναίκα, τον οποίο κατατεμάχισαν προκειμένου να του πάρουν μεγάλο χρηματικό ποσό, που προόριζε για εκπλήρωση τάματος προς την Παναγία Σαϊντανάγια και ο οποίος επανήλθε στη ζωή με θαυμαστό τρόπο με την παρέμβαση της Παναγίας Σαϊντανάγια.
Σχετικά με τις αγιογραφικές ρήσεις που χρησιμοποιούμε και δια τις οποίες μας κατηγορεί, παραπέμπομεν τον επιστολογράφο μας στον ΡΓ (103) ψαλμό, τον αποκαλούμενο Προοιμιακό, ο οποίος είναι στη χρήση της λατρείας της Εκκλησίας μας δύο χιλιάδες χρόνια, αναγιγνώσκεται, ψάλλεται από Πατριάρχες, Αρχιερείς, Ιερείς, Μοναχούς και πιστούς.
Τι λέγει λοιπόν ο ψαλμός στον στίχο 35; «ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοί ἀπό τῆς γῆς καί ἄνομοι, ὥστε μή ὑπάρχειν αὐτούς». Να εξαφανιστούν οι αμαρτωλοί από τη γη και οι άνοιμοι να μην υπάρχουν καθόλου.
Προς επίρρωση, παραθέτουμε ενδεικτικά και μέρος από την διήγηση του μαρτυρίου της Αγίας Κυριακής (7 Ιουλίου). Ο Συναξαριστής αναφέρεται σε πρόσωπο, το οποίο συμμετείχε στο μαρτύριο της Αγίας, ονόματι Ιλαριανός, ο οποίος παρά τα θαυμαστά γεγονότα που έβλεπε κατά την διάρκεια του μαρτυρίου της Αγίας, εξακολουθούσε να βλασφημεί, με αποτέλεσμα να κατακαεί: «... Μόνον ὁ Ἱλαριανός συνέχιζε νά ξεστομίζῃ βλασφημίας, ὅταν μιά ἀστραπή ἔσχισε αἴφνης τόν οὐρανόν καί κατέκαυσε τό πρόσωπο τοῦ διοικητή πού ἔπεσε ἀπό τόν θρόνον του καί ἐξέπνευσε…» (Νέος Συναξαριστής Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος Ιούλιος. Εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ, σελ. 77).
Ταύτα εισαγωγικώς και παραθέτομεν κατωτέρω σχετικό άρθρο του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Χρήστου Τσάκαλου, Αρχιερατικού Επιτρόπου Αιγίου με τίτλο: «ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ;»
Αίγιον, 2 Οκτωβρίου 2017
+ ο ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
*********************
«ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ;»
(Σχόλια –απάντηση σε ανώνυμο επιστολογράφο μας)
Ο ανώνυμος επιστολογράφος μας, μεταξύ των άλλων μας γράφει: «...σε πολλά πράγματα ... διαφωνώ κάθετα μαζί σας, όπως τα ατέλειωτα παραμύθια για δήθεν «θαύματα» που γίνονται στις ημέρες μας ... η τα προβάλλετε, ερχόμενος μάλιστα σε αντίθεση με την επίσημη Εκκλησία, νομίζοντας ότι το «ποίμνιό» σας αποτελείται ακόμα από καθυστερημένα και θρησκόληπτα «πρόβατα».
Η διαφωνία είναι υγιές στοιχείο και απαραίτητη προϋπόθεση για καλόπιστο διάλογο και για την διαμόρφωση άποψης, τότε και μόνον, όταν προβάλλεται επαρκώς τεκμηριωμένη με κύριο τεκμήριο την αντικειμενικότητα και φυσικά όταν πρόκειται για θέματα που άπτονται της σφαίρας του επιστητού και της λογικής. Και βεβαίως, σύμφωνα με τον παγκόσμιο και πανανθρώπινο νόμο της υπευθυνότητας, ο εκφράζων την άποψή του, είτε διαφωνών είτε συμφωνών, την υπογράφει για την εγκυρότητά της.
Η διαφωνία, σε γεγονότα, που άπτονται του υπέρ – λόγον, όπως είναι τα θαύματα, δεν εκφράζεται με την λέξη διαφωνώ, αλλά με την λέξη δισπιστώ, αφού τα θαύματα άπτονται της σφαίρας του μεταφυσικού. Τα θαύματα αυτά καθ’ αυτά, ως έκτακτα υπερφυσικά γεγονότα αποτελούν ένα άνοιγμα, μία θυρίδα, μέσα από την οποία κατά παραχώρηση του Θεού, αξιώνεται ο πεπερασμένος άνθρωπος, χρησιμοποιώντας τα κιάλια της πίστεως, να λάβει «πείρα» των επέκεινα. Γι’ αυτό και τα θαύματα αποκαλούνται από τους Ευαγγελιστές και τους Πατέρες «σημεία».
Τα θαύματα, λοιπόν, δεν καλούμεθα να τα αναλύσουμε και να τα κατανοήσουμε με την λογική, διότι τότε πράγματι, θα μας φανούν «παραμύθια». Τα θαύματα τα προσεγγίζουμε με την πίστη. Η πίστη είναι και προϋπόθεση για το θαύμα, αλλά ταυτόχρονα και αποτέλεσμα.
Επίσης, τα θαύματα δεν έγιναν κάποτε, κάποια εποχή και σήμερα δεν γίνονται, αφού έχουν αναγωγικό χαρακτήρα ανάγουν στον Ιησού Χριστό και την βασιλεία Του. Εάν ισχυρισθούμε κάτι τέτοιο είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι η Εκκλησία δεν είναι «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας». Η Εκκλησία δεν είναι προϊόν υλικό που να έχει ημερομηνία λήξεως. «Ὁ Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Εβρ. 13, 8). Η Εκκλησία είναι ζωντανός Θεανθρώπινος οργανισμός. Είναι ένα συνεχές μυστήριο, ένα συνεχές θαύμα. Οι Χριστιανοί βιώνουν λατρευτικά και δια των ιερών μυστηρίων, το συνεχές θαύμα της παρουσίας του Χριστού εντός τους. Στο ιερό μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, κατά τους αψευδείς λόγους του Κυρίου μας, «ὁ τρώγων μου τήν σάρκαν καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ιωάν. 6, 56), συντελείται αυτό το μέγα θαύμα της Εκκλησίας, η ένωση του Χριστού με τους πιστούς σε σώμα.
Η δισχιλιετής πορεία της Εκκλησίας υπήρξε πορεία μαρτυρίας της αληθείας και μαρτυρίου υπέρ της αληθείας. Τα μαρτυρολόγια και τα συναξάρια βρίθουν τέτοιων θαυμαστών διηγήσεων. Η Εκκλησία μας τιμά εξαιρέτως τους αγίους μάρτυρες και τροφοδοτεί το πλήρωμά της με το να αναφέρεται λεπτομερώς στα μαρτύρια τους και τα θαύματά τους, επί τω σκοπώ της ενισχύσεως της πίστεως, αλλά και να διδάσκει ότι η χριστιανική ζωή είναι «στενή πύλη καί τεθλιμμένη ὁδός» (Ματθ. 7, 14). Τα θαύματα επομένως, έχουν και παιδαγωγικό χαρακτήρα.
Ο επιστολογράφος, προκειμένου να υποβαθμίσει τα θαυμαστά γεγονότα και ιδιαίτερα τα συμβαίνοντα στις ημέρες μας, χρησιμοποιεί την λέξη «παραμύθια». Δικαίωμά του! Όμως υποχρεούμεθα να του επισημάνουμε την απάντηση που έδωσε ο Ιησούς στους δυό απεσταλμένους μαθητές του Προδρόμου, που τους έστειλε να τον ρωτήσουν: «... σύ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἤ ἕτερον προσδοκῶμεν...». Και ο Ιησούς απάντησε «...πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννη ἅ εἴδετε καί ἠκούσατε Τυφλοί ἀναβλέπουσι καί χωλοί περιπατοῦσι, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται... καί μακάριος ἐστίν ὅς ἐάν μή σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί» (Λουκ. 7, 20-22-23). Τους απάντησε παραπέμποντάς τους στα σημεία –θαύματα που επιτελούνται και μέσω αυτών απαντά στην ερώτηση ότι ο Χριστός ήλθε και ότι η βασιλεία του είναι παρούσα. Μακαρίζει δε όποιον δεν σκανδαλισθεί, όποιον δεν δυσπιστήσει γι’ αυτά.
Τα θαύματα επομένως, ως στοιχεία της πίστεως, και μέρος του σχεδίου της θείας οικονομίας, το να τα αποκαλείς παραμύθια συνιστά βλασφημία και μάλιστα βαρύτατη. Πίσω από τέτοιους χαρακτηρισμούς διακρίνουμε αλαζονικά και δύσπιστα ανθρώπινα πνεύματα, στα οποία συνιστούμε να ακολουθούν την τακτική του πατέρα του δαιμονισμένου παιδιού και να αναφωνούν: «Πιστεύω Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ». (Μαρκ. 9, 24). Για δε τα ένθεα και πιστά ανθρώπινα πνεύματα ισχύει ο λόγος «οὐκ ἀδυνατίσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (Λουκ. 1,37).
Αναφερόμενοι, λοιπόν, σε θαύματα, φίλε επιστολογράφε, παιδαγωγούμε εις Χριστόν ανταποκρινόμενοι στην αποστολή μας και σε καμμία περίπτωση δεν θεωρούμε το ποίμνιό μας «καθυστερημένα και θρησκόληπτα «πρόβατα».
Ο επιστολογράφος μας, επίσης, μας «κατηγορεί» για την χρησιμοποίηση «ιουδαϊκών ρήσεων», κατά την αγωνιστική μας αντιπαράθεση με τα κακώς δρώμενα και κείμενα στον τόπο μας, παρά το γεγονός, όπως γράφει, ότι ο Χριστιανισμός επαγγέλλεται, την αγάπη και την αδελφοσύνη.
Κατ’ αρχήν, χωρίς την χρήση της Παλαιάς Διαθήκης, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε την Καινή Διαθήκη. Ο ίδιος ο Κύριός μας, όπως μας πληροφορούν οι ιεροί Ευαγγελιστές, πολλάκις παραπέμπει, κατά την διδασκαλία του, στην Παλαιά Διαθήκη.
Στη συνέχεια η Εκκλησία μας, δια των αγίων Πατέρων της, όρισε να γίνεται χρήση Παλαιοδιαθηκικών κειμένων στην λατρεία της. Επομένως, η Εκκλησία μας ομιλεί για Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη.
Κατόπιν αυτών, γιατί να μη χρησιμοποιούμε ρήσεις, στίχους, κείμενα που είναι στη λατρευτική χρήση και προέρχονται από την Παλαιά Διαθήκη; Έτσι θα αγνοούσαμε τους Πατέρες και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, που ορίζουν και επιβάλουν αυτά.
Στο στόχο των συγγραφέων τέτοιων σκληρών ρήσεων, σίγουρα βρίσκονται οι εχθροί του Ισραήλ, αυτοί δηλαδή, που επιβουλεύονται την καθαρότητα της πίστεως στον ένα και αληθινό Θεό και την καθαρότητα της αληθινής λατρείας του Θεού. Μεταφερόμενες αυτές οι ρήσεις και χρησιμοποιούμενες στην Καινή Διαθήκη στη Εκκλησία, τηρουμένων των αναλογιών, εξακολουθούν να έχουν στόχο το κακό, την επιβουλή, που ενσαρκώνονται στον σταθερό εχθρό της πίστεως, που είναι ο διάβολος και τα έργα του.
Όσοι επομένως, ευθυγραμμίζονται και συστοιχίζονται με τον διάβολο και τα έργα του, γίνονται στόχος αυτών των αγιογραφικών ρήσεων, όχι επειδή το λέμε εμείς, αλλά διότι το ορίζει η Εκκλησία και σίγουρα όλοι γνωρίζουμε ότι όλα αυτά έχουν παιδαγωγικό και διορθωτικό χαρακτήρα.
Η αγάπη και η αδελφοσύνη, που επαγγέλλεται ο Χριστιανισμός, δεν αμνηστεύουν την αμαρτία τον διάβολο και τα έργα του. Εν ονόματι της αγάπης δεν νομιμοποιούνται η ασυδοσία, η αστοχία, η αμαρτία και αμετανοησία.
Ο Χριστιανισμός και η Εκκλησία ασφαλώς και επαγγέλλονται την αγάπη και την αδελφοσύνη, αλλά ταυτόχρονα καταγγέλλουν, στηλιτεύουν, τιμωρούν την αμαρτία σε οποιαδήποτε μορφή της, αδικία προσωπική –κοινωνική, βία, έλλειψη σεβασμού στο ανθρώπινο πρόσωπο κ.α. και πασχίζει, με μοναδικό κίνητρο την αγάπη, μέσω της παιδαγωγίας, να σώσει τον αμαρτωλό, τον βιαστή, τον άδικο, τον ασεβή, τον δυνάστη, ακριβώς επειδή τον αγαπά ως εικόνα του Θεού.
Η Εκκλησία είναι ταμιούχος της αγάπης, αλλά και της αλήθειας. Είναι ταμιούχος της χάριτος, αλλά και της δικαιοσύνης και δεν νομιμοποιείται σε καμμιά περίπτωση να σιωπά εμπρός στην πολύμορφη αμαρτία. Αντίθετα έχει χρέος, όταν πρέπει, σαν άλλος Πρόδρομος, με θάρρος, τόλμη και παρρησία να φωνάζει προς πάσα κατεύθυνση «οὐκ ἔξεστί σοι» (Ματθ. 14,4).
Οι μουσουλμανικές διακηρύξεις, που αναφέρεται ο ανώνυμος επιστολογράφος, προκειμένου να μας πει ότι δεν διαφέρουν από τις αγωνιστικές μας φραστικές ενέργειες, δεν νομίζουμε ότι δύνανται να συγκριθούν.
Ασφαλώς, οι μουσουλμανικές διακηρύξεις διαπνέονται από μίσος και μισαλλοδοξία κατά των απίστων, όλων, δηλαδή, και ιδιαίτερα των Χριστιανών, που αντιστρατεύονται τις βίαιες και απάνθρωπες αρχές τους. Καμμία σχέση δεν έχουν με το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής, τόσο ως προς το πνεύμα, όσο και ως προς το περιεχόμενο και τον σκοπό.
Στην Αγία Γραφή το πνεύμα είναι η αγάπη προς κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως φύλλου, ηλικίας, χρώματος, ενώ στον Μουσουλμανισμό είναι το αιώνιο και αβυσσαλέο μίσος κατά παντός εναντίου. Ως προς το περιεχόμενο, η Εκκλησία είναι το πανδοχείο της ανάπαυσης, είναι το θεραπευτήριο των ψυχικών τραυμάτων, είναι το εργαστήριο της σωτηρίας,είναι ο Χριστός που θυσιάζεται καθημερινά υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας. Ενώ ο Μουσουλμανισμός είναι η ωμή βία, η απροκάλυπτη αδικία, η αθέμιτη επικράτηση. Θυσιάζει τους ανθρώπους για την επικράτησή του. Ως προς τον σκοπό, η Εκκλησία ακολουθεί και εφαρμόζει τον Αποστολικό λόγο: «ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α Τίμ. 2, 4). Ο μουσουλμανισμός ως προς τον σκοπό, μιλάει για ιερό πόλεμο ακολουθεί και εφαρμόζει το αξίωμα «θάνατος στους απίστους» (...).
Η Εκκλησία παιδεύει, παιδαγωγεί, διότι αγαπά, σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου Παύλου «ὅν γάρ ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δε πάντα υἱόν ὅν παραδέχεται» (Εβρ. 12, 6).
Ο Μουσουλμανισμός δεν παιδεύει, δεν παιδαγωγεί, αντίθετα αυταρχικά με μίσος και βία φανατίζει και δημιουργεί έμψυχες ατομικές βόμβες.
Κατόπιν τούτων φίλε και αγαπητέ ανώνυμε επιστολογράφε σας λέμε ότι:
Η χρήση αγιογραφικών ρήσεων κατά την ενάσκηση της αγωνιώδους και αγωνιστικής ποιμαντικής μας τακτικής αποβλέπει και στοχεύει στην αφύπνιση των, αν όχι νεκρών συνειδήσεων των κρατούντων, των έστω βαρέως υπνούντων, μήπως και αφυπνισθούν και προλάβουμε να περισώσουμε κάτι. Αποβλέπει στην παιδαγωγία των ατακτούντων, στην ανάνηψη, επιστροφή και μετάνοια τους.
Ο λόγος, τόσο στην Παλαιά Διαθήκη ως προφητικός, όσο και στην Καινή Διαθήκη , ως αποστολικός και ευαγγελικός, είναι «Ζῶν γάρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργής καί τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καί δικνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε και πνεύματος... καί κριτικός ἐνθυμήσεων καί ἐννοιῶν καρδίας» (Εβρ. 4,12).
Κόβει, δηλαδή, ματώνει και πονάει, αλλά μόνο έτσι αποβαίνει παιδαγωγικός θεραπευτικός και λυτρωτικός.
Κίνητρό μας είναι ο πόνος για την πολύπαθη Πατρίδα μας , τα Ιερά και τα Όσια, όλα όσα με αγωνία, αίμα και θυσίες αποκτήσαμε και τώρα χάνονται.
Πονάμε και αγαπούμε – αγαπούμε και πονάμε.
Γι’ αυτό αγωνιζόμαστε.
Πρωτοπρ. π. Χρήστος Τσάκαλος
Αρχιερατικός Επίτροπος Αιγίου
**********************
Η ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου