Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας




Η πιο σπουδαία, η πιο ιερή, η πιο άγια στιγμή της ζωής μας είναι, όταν κοινωνούμε τα Άχραντα Μυστήρια.

Το μεγάλο μυστήριο ιδρύθηκε από τον Κύριο μας το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης. Ενώ ο Κύριος έτρωγε με τους μαθητές του, πήρε στο χέρια του τον άρτο, ευχαρίστησε τον Πατέρα του, έκοψε σε τεμάχια τον άρτο και είπε: «Λάβετε, φάγετε τούτο εστί το σώμα μου το υπέρ υμών κλώμενον, τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». Στη συνέχεια πήρε το ποτήρι με τον οίνο, πάλι ευχαρίστησε τον Θεό και το πρόσφερε στους μαθητές λέγοντας: "Τούτο εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών».

Η θεία Ευχαριστία έχει δύο όψεις. Είναι μυστήριο και θυσία. Μυστήριο, γιατί ο άρτος και ο οίνος με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα του Κυρίου. Θυσία, γιατί επαναλαμβάνεται αναίμακτα η σταυρική θυσία του Γολγοθά.

Για να τελεσθεί η θεία Ευχαριστία χρειάζονται: α) ο άρτος ένζυμος, δηλαδή το πρόσφορο και ο οίνος (ανάμα), β) ο ιερέας που πρέπει να είναι κανονικά χειροτονημένος και η Αγία Τράπεζα, γ) η ευχή του καθαγιασμού, η οποία αποτελεί το κέντρο της θείας Λειτουργίας.

Έτσι κάθε φορά, που τελείται το μεγάλο και φρικτό αυτό μυστήριο, προσφέρεται: α) σε ανάμνηση του λυτρωτικού θανάτου και της αναστάσεως του Σωτήρα Χριστού, αλλά και για δοξολογία και ευχαριστία του, β) για την ανάπαυση των κεκοιμημένων Ορθόδοξων Χριστιανών και γ) για βοήθεια και συγχώρεση αυτών που συμμετέχουν στο μυστήριο.

Η θεία Ευχαριστία είναι μία, γιατί ένας είναι και ο προσφερόμενος Ιησούς Χριστός. Σε κάθε χώρα, όπου ζει η Ορθοδοξία, από τη Σιβηρία μέχρι την Αυστραλία και από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την Κορέα, τελείται η ίδια θεία Λειτουργία με το ίδιο τυπικό.
'
Είναι άγιο, γιατί κέντρο της είναι ο άγιος Κύριος, ο οποίος προσφέρει τα τίμια δώρα και συγχρόνως προσφέρεται ο ίδιος.

Είναι καθολική. Προσφέρεται πάντοτε για όλη την οικουμένη. Τελείται στην ελληνική γλώσσα αλλά και στη ρωσική, αραβική, ιαπωνική, στη γλώσσα της Ουγκάντας κ.λπ.

Είναι αποστολική, γιατί τίποτα το ουσιαστικό από όσα εγκαθίδρυσε ο Χριστός μας και οι Απόστολοι δεν εξαφανίστηκε.

Η θεία Λειτουργία δεν μπορεί ποτέ να παλαιωθεί, γιατί είναι εκδήλωση της ζωντανής Εκκλησίας, μέσα στην οποία ζει το Άγιο Πνεύμα. Αυτό διδάσκει την Εκκλησία να λατρεύει τον Τριαδικό Θεό πνευματικά και αληθινά.

Ποιος όμως είναι ο σκοπός, για τον οποίο τελείται το μυστήριο της θείας Κοινωνίας; Όπως το φανερώνει και η λέξη σκοπός είναι η Κοινωνία και η μετάληψη. Αλλά με μια προετοιμασία; Σε αυτό το μεγάλο ζήτημα μας καθοδηγεί η Αγία Γραφή, η θεία Λειτουργία και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας.

Ο Απόστολος Παύλος μας λέει: «Ας εξετάζει κάθε άνθρωπος τον εαυτό του και έτσι προετοιμασμένος ας τρώγει από τον καθαγιασμένο άρτο και ας πίνει από το καθαγιασμένο ποτήρι (Α' Κορ. ια' 25). Στη θεία Λειτουργία ακούμε ότι πρέπει να πλησιάζουμε το Θεό με όλη μας τη καρδιά, με φόβο, πίστη και αγάπη, με καθαρή συνειδηση, «ανενόχως και ακατακρίτως». Πόσο αγνές πρέπει να είναι οι καρδιές μας, που θα δεχτούν το άχραντο σώμα και το τίμιο αίμα; Πρέπει οπωσδήποτε να έχουν πλυθεί στο ιερό λουτρό της μετανοίας και ειλικρινής εξομολόγησης και να μην περιοριζόμαστε μόνο σε μια συγχωρητική ευχή.

Ας ακούσουμε καλύτερα εκείνον, που συνέταξε το αριστούργημα της θείας Λειτουργίας, την άγια ψυχή του φλογερού Χρυσοστόμου, «Όταν πρόκειται, γράφει, να κοινωνήσετε, πρέπει πριν από πολλές ημέρες να καθαρίσετε τον εαυτό σας με τη μετάνοια και την προσευχή, με νηστεία και ελεημοσύνη. Να αφιερώνετε χρόνο σε πνευματικές απασχολήσεις και να μην επιστρέφετε πάλι, όπως ο σκύλος στον ίδιο εμετό».

Οι ωφέλειες από την θεία Ευχαριστία είναι πολλές. Η ίδια η θεία Λειτουργία λέει ότι κοινωνούμε, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες μας, για να πάρουμε τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, για να κληρονομήσουμε την αιώνια βασιλεία, για να έχουμε θάρρος και παρρησία ενώπιον του Θεού. Η θεία Κοινωνία μας ενώνει με το Χριστό αλλά και μεταξύ μας. Ο ιερός Αυγουστίνος γράφει ότι είναι σημείο ενότητας ανάμεσα στους ανθρώπους και δεσμός αγάπης. Ιδιαίτερα κατά τις στιγμές των πειρασμών και των θλίψεων, στις διάφορες ασθένειες και δοκιμασίες η θεία Μετάληψη είναι φάρμακο και για την ψυχή και για το σώμα.

Τίθεται όμως το ερώτημα: κάθε πόσο πρέπει να κοινωνούμε; Την απάντηση θα μας τη δώσει ο εξομολόγος μας. Αυτός ως έμπειρος πνευματικός, θα μας πει κάθε πότε πρέπει να παίρνουμε το «φάρμακο της αθανασίας». Οι Πράξεις των Αποστόλων γράφουν ότι οι πρώτοι Χριστιανοί περίμεναν με ανυπομονησία, πότε θα γίνει η θεία Ευχαριστία.

Ο απολογητής και μάρτυρας Ιουστίνος, που έζησε το δεύτερο μ.Χ. αιώνα, αναφέρει στην Α' απολογία του ότι κοινωνούσαν όλοι οι παρόντες στη θεία Λειτουργία και στους απόντες έστελναν τη θεία Κοινωνία με τους διακόνους ή τις διακόνισσες.

Ακόμη και οι οδοιπόροι έπαιρναν μαζί τους στα ταξίδια τους άγιο άρτο, για να κοινωνούν. Ο Μέγας Βασίλειος γράφει σε μια επιστολή του ότι στην επαρχία του κοινωνούσαν τέσσερις φορές την εβδομάδα. Η Λειτουργία των Προηγιασμένων καθιερώθηκε, γιατί στους αρχαίους Χριστιανούς δεν ήταν αρκετό να κοινωνούν δύο φορές την εβδομάδα.

Οι πιστοί Χριστιανοί πρέπει να οικοδομήσουμε στο ιερό Θυσιαστήριο μια νέα κοινωνία πιο ευτυχισμένη. Με επιμελημένη προπαρασκευή και εξαγνισμένη καρδιά ας προσερχόμαστε στη Θεία πηγή, όπως το διψασμένο ελάφι στις πηγές των υδάτων.


Έχεις εχθρό; Μην προσέρχεσαι να κοινωνήσεις!

Λοιπόν, το λέω εκ των προτέρων και διαμαρτύρομαι και φωνάζω με δυνατή φωνή: Κανένας απ' αυτούς που εξακολουθεί να έχει εχθρό να μην πλησιάσει στην Αγία Τράπεζα και να μη δεχθεί τη Θεία Κοινωνία.

Κανένας να μην προσέλθει στη Θεία Κοινωνία, αν έχει κάνει κάποιον εχθρό του. Εχεις εχθρό; Μην προσέρ­χεσαι να κοινωνήσεις. Θέλεις να προσέλθεις να κοινωνήσεις; Συμφιλιώσου, και τότε να προ­σέλθεις να αγγίξεις τα Αγια Μυστήρια. Και δεν τα λέω εγώ αυτά, αλλά ο Δεσπότης Χριστός που σταυρώθηκε για μας.

Εκείνος, για να σε συμ­φιλιώσει προς τον Θεό Πατέρα και να επαναφέρει τη σχέση σου προς Αυτόν στην προπτωτική κατάσταση, δεν αρνήθηκε ακόμη και να σφαγιασθεί και να χύσει το Αίμα Του. Κι εσύ, για να συνδιαλλαγείς με τον συνάνθρωπό σου, δεν θέλεις ούτε λέξη να βγάλεις απ' το στόμα σου, ούτε να προστρέξεις πρώτος;

Ακουσε τι λέει ο Κύριος γι' αυτούς που βρίσκονται σε τέ­τοια κατάσταση: «Αν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο, και εκεί θυμηθείς ότι ο αδελ­φός σου έχει κάτι εναντίον σου» δεν είπε, περίμενέ τον εκείνον να έλθει σε σένα για συμφι­λίωση, ούτε είπε, μίλησε σε κάποιον άλλο να μεσολαβήσει, ούτε παρακάλεσε κάποιον άλλο αλλά «εσύ ο ίδιος τρέξε προς τον αδελφό σου». Διότι λέει: «Πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου» (Ματθ. 5, 24).

Ω τι υπερβολή είναι αυτή! Ο Κύριος δεν θεωρεί ότι είναι περιφρόνηση στο πρόσωπό Του το να εγκαταλείψεις το δώρο και να φύγεις, κι εσύ θεωρείς ότι είναι υποτιμητικό να τρέξεις πρώτος να συγχωρεθείς με τον συνάνθρωπό σου. Πώς λοιπόν αυτές οι καταστάσεις θα είναι άξιες συγνώμης, πες μου;

Αν δεις ένα μέλος σου κομμένο, δεν κά­νεις τα πάντα ώστε να το ενώσεις με το σώμα σου; Αυτό κάνε και στην περίπτωση των αδελφών. Οταν τους δεις να κόβουν την αδελ­φική σχέση και φιλία μαζί σου, γρήγορα σπεύσε να τους επαναφέρεις. Μην περιμένεις να έλθουν πρώτα αυτοί, αλλά εσύ σπεύσε να λάβεις πρώ­τος τη χάρη, να πάρεις τα βραβεία.

Ενα μόνο εχθρό μας επέτρεψε ο Θεός να έχουμε, τον διάβολο. Με αυτόν ουδέποτε να συμφιλιωθείς.

Προς τον αδελφό σου όμως πο­τέ να μην έχεις βαριά καρδιά, αλλά, έστω και αν παρεμβληθεί μεταξύ σας κάποια ψυχρότη­τα, αυτή να είναι παροδική και να μην υπερβαίνει το διάστημα μιας ημέρας. Διότι λέει ο Κύριος: «Ο ήλιος να μη δύει και να σας βρί­σκει σε κατάσταση οργής και θυμού» (Εφεσ. 4, 26-27).

Διότι, αν συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου πριν να βραδιάσει, τότε μπορεί να έχεις από τον Θεό κάποια συγνώμη. Αν όμως εξακολουθείς να πα­ραμένεις στην κατάσταση της έχθρας και μετά τη δύση του ηλίου, τότε πλέον η απέχθειά σου αυτή δεν είναι αποκύημα του θυμού και της οργής, που καταλαμβάνει αιφνιδίως την ψυχή, αλλά προέρχεται από φθονερή καρδιά και από ψυχή εμπαθή που ζει στην πονηρία και τρέφει την κακία.

Και δεν είναι μόνο αυτό το κακό, αλλά η καθυστέρηση της συνδιαλλαγής με τον αδελφό, κάνει δυσκολότερη και τη συμφιλίωση. Πράγ­ματι, αν περάσει μία ημέρα, η ντροπή που αισθάνεσαι γίνεται μεγαλύτερη. Και αν προστεθεί και δεύτερη ημέρα, αυτή αυξάνεται περισσότερο. Κι αν φθάσεις στην τρίτη και στην τέταρτη ημέρα, σίγουρα θα προσθέσεις και πέμπτη. Ετσι οι πέ­ντε γίνονται δέκα, οι δέκα είκοσι, οι είκοσι εκα­τό ημέρες. Και τελικά η πληγή στο τέλος μένει αθεράπευτη.

Πραγματικά, όσο περνά ο χρόνος, τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη συμφιλίωση και την αγάπη.

Σε κανένα απ' αυτά τα παράλογα πάθη να μην πέσεις, αδελφέ. Να μην ντραπείς ούτε να κοκκινίσεις αλλά και ούτε ποτέ να πεις στον εαυτό σου: Πριν από λίγο είπαμε ο ένας προς τον άλλο τόσες βρισιές, αναρίθμητα λόγια, άρρη­τα ρήματα, και τώρα θα τρέξω να συμφιλιωθώ; Και ποιός δεν θα μου κατηγορήσει την τόση ελαφρότητα;

Κανένας σκεπτόμενος άνθρωπος δεν θα σου κατηγορήσει την καλή σου διάθεση. Αλ­λά, αν μείνεις αδιάλλακτος, τότε όλοι θα γε­λάσουν εις βάρος σου, τότε θα δώσεις πολύ τό­πο στον διάβολο. Γιατί δεν γίνεται δυσκολοδιάλυτη η έχθρα μόνο όταν χρονίζει στην ψυχή, αλλά επιβαρύνεται και από τις καταστάσεις που παρεμβάλλονται.

Πράγματι, όπως η αγά­πη καλύπτει πλήθος αμαρτιών, έτσι και η έχθρα υποστασιοποιεί ανύπαρκτα αμαρτήματα. Και έτσι όλοι οι φιλοκατήγοροι αποδεικνύονται αξιόπιστοι και χαίρονται για τα κακά των άλ­λων και διαπομπεύουν τις ασχημοσύνες τους. Εχοντας λοιπόν αυτά υπόψη σου, πρό­λαβε και κράτησε τον αδελφό σου, προτού να τον χάσεις τελείως. Και αν παραστεί ανάγκη να τρέξεις ολόγυρα στην πόλη, την ημέρα εκείνη που θα ψυχρανθείς με τον αδελφό, ακόμη και να βγεις έξω από την πόλη και να βαδίσεις πο­λύ δρόμο, αφήνοντας όλες τις εργασίες σου, να το κάνεις. Και να ασχοληθείς εκείνη την ημέρα μόνο μ' αυτό το θέμα, με το πως δηλαδή θα συμφιλιωθείς με τον αδελφό.

Αν αυτό σε δυσκολεύει, σκέψου ότι όλα αυτά τα υφίστασαι για την αγάπη του Θεού και θα λάβεις παράκληση. Αν η ψυχή σου βυθίζεται και υποχωρεί και διστάζει και κοκκινίζει και ντρέπεται, να την παρακινείς λέγοντάς της συνεχώς τα εξής: Γιατί βραδύνεις και υποχω­ρείς και διστάζεις; Δεν πρόκειται για χρήματα, ούτε για τίποτε άλλο από τα φθαρτά και επί­γεια, αλλά ο στόχος είναι η σωτηρία μας. Ο Θε­ός έδωσε εντολή, να τα πράξουμε αυτά, και όλα τ' άλλα ας είναι δεύτερα, ας έχουν πάντα προ­τεραιότητα για σένα οι εντολές Του.

Η υπόθεση αυτή είναι ένα είδος πνευμα­τικού εμπορίου. Ας μην αμελούμε και ας μην είμαστε ράθυμοι. Ας δώσουμε στον εχθρό μας να καταλάβει ότι αγωνιστήκαμε πολύ για την υπόθεση της συνδιαλλαγής μαζί του, μόνο και μόνο για να κάνουμε το θέλημα του Θεού. Κι αν, παρά ταύτα, πάλι μας βρίζει και μας κτυπά και κάνει ό,τι χειρότερο υπάρχει, ας τα σηκώ­νουμε όλα με υπομονή και γενναιότητα.

Και μ' αυτή μας τη στάση, δεν ωφελούμε φυσικά εκείνον, αλλά τον εαυτό μας. Γιατί πρέπει να ξέ­ρουμε ότι απ' όλα μας τα αγωνίσματα τούτο κυ­ρίως θα σταθεί ενώπιόν μας εκείνη την Ημέρα.

Αμαρτήσαμε με πολλές και μεγάλες αμαρ­τίες και ήλθαμε στα χέρια με τον συνάνθρωπό μας και μ' όλα αυτά παροργίσαμε τον Δεσπότη μας.

Εκείνος μας έδωσε, λόγω της φιλανθρωπίας Του, αυτό το δρόμο της συναλλαγής και της συγχωρητικότητας. Ας μην προδώσουμε λοιπόν αυτό τον πολύτιμο θησαυρό. Δεν θα μπορούσε άραγε ο Θεός να μας δώσει απλά την εντολή να συμφιλιωνόμαστε με τον αδελφό και από κει και πέρα να μην μας υποσχεθεί καμιά αμοιβή; Η μήπως υπάρχει κάποιος που μπορεί να αντι­λέγει και να διορθώνει τα προστάγματά Του; Αλλά, όμως, από τη μεγάλη Του φιλανθρωπία, ο Θεός μας υποσχέθηκε μεγάλο και ανείπωτο μισθό, τον οποίο μάλιστα επιθυμούμε πολύ να λάβουμε.

Και ο μισθός αυτός είναι, η συγχώρηση των αμαρτιών μας. Με την υπόσχεσή Του αυτή ο Θεός διευκόλυνε επιπλέον και τη δική μας υπακοή στην εντολή Του αυτή.


Θεία Κοινωνία χωρίς... νηστεία;

Μέσα στην Αγία Γραφή ακούγεται η πρόσκληση «υιέ μου δος μοι σην καρδίαν». Την καρδιά του ανθρώπου ζητά ο Θεός, για να ζει και να αναπνέει με το θέλημά Του. Μέσα ακόμη όμως και στον χώρο των λεγομένων πιστών δεν κυριαρχεί, δυστυχώς, το θέλημα του Θεού, αλλά το ίδιον θέλημα. Εδώ τα πράγματα γίνονται τραγικά, διότι ενώ γνωρίζουν το λόγο του Θεού, όμως τον διαμορφώνουν σύμφωνα με τα μέτρα τους.

Πνευματικοί «γέροντες» κόβουν και ράβουν όπως βολεύει στην άνεση και την ευκολία των τέκνων τους, μόνο και μόνο για να μη τους χάσουν και να ονομάζονται οι ίδιοι καλοί και άγιοι και όχι για να καθοδηγούν αυτούς που τους εμπιστεύτηκε ο Θεός προς την σωτηρία τους. Νομοθετούν δικές τους γνώμες και παραθέτουν παραδόσεις που έλαβαν χωρίς να ελέγξουν αν είναι η Παράδοση της Εκκλησίας, άσχετα αν είναι κάτι το παλαιικό. Κάθε παλαιικό δεν είναι και παράδοση του Ευαγγελίου. Το θέλημα του Θεού αντικαθίσταται με ένα «έτερον ευαγγέλιον» και γίνεται ένας σκοτεινός ανελεύθερος γεροντισμός με παραδόσεις ανίερες και εντάλματα ανθρώπων χάριν επιβολής εξουσίας πνευματικής και αιχμαλωσίας ψυχών.

Έτσι π.χ. για το θέμα της Θείας Κοινωνίας δεν επικρατεί το θέλημα του Θεού, αλλά η παράδοση των ανθρώπων. Φορτώνουν τους χριστιανούς με δυσβάστακτα βάρη και «παραδόσεις» και αυτό γίνεται έμμεσα η αιτία να απομακρύνονται από την Θεία Κοινωνία. Επιβάλλουν δηλαδή νηστείες του λαδιού και του αλάδωτου με έντονο τον καταναγκασμό και τον φόβο. Ορίζουν χρόνους και διαστήματα προσέλευσης στο Μυστήριο, αγνοώντας το λόγο του Χριστού και την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας περί συνεχούς Θείας Κοινωνίας. Απαιτούν την νηστεία ως απαραίτητο γεγονός πριν από την μετοχή τους στο Μυστήριο, πράγμα που δεν υπάρχει πουθενά γραμμένο ή παραδεδομένο. Όλα εστιάζονται στο τι θα φάγουν και τι θα πιουν και πότε και μέχρι ποια ώρα, και αφήνουν την κύρια καλλιέργεια της πνευματικής προετοιμασίας που συγκεκριμενοποιείται στην πρόσκληση: «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Πολλοί χριστιανοί λοιπόν απέχουν της Θείας Κοινωνίας, διότι δεν νήστεψαν παρ’ όλον που ο πόθος τους είναι ασυγκράτητος και η μετάνοια ενεργή και ζώσα…αντιθέτως πολλοί θρησκευόμενοι έρχονται και κοινωνούν επειδή νήστεψαν με ένα άγριο κυνηγητό αποχής του φαγητού, ικανοποιημένοι με το έργο τους αυτό, διότι ζει μέσα τους φαρισαϊκά ένας εσωτερικός αυτοηδονισμός του δήθεν αγίου και αξίου.

Για να προσέλθουμε λοιπόν στο Μέγα Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, έχοντας βεβαίως πάρει και την ευλογία του πνευματικού μας πατέρα ο οποίος βλέποντας την μετάνοιά μας, αναγνωρίζοντας την διάθεσή μας να μεταμορφωθούμε σε καινούς ανθρώπους μας προτρέπει μετά φόβου πίστεως και αγάπης να προσέλθουμε στο Μέγα Μυστήριο.

Για να μην παρεξηγηθούμε λοιπόν, ο κάθε χριστιανός θα πρέπει να προετοιμάζεται ορθά για να λάβει τον ίδιο τον Κύριο μέσα του. Όμως όσον αναφορά την αποχή από τις τροφές (νηστεία), πουθενά η Εκκλησία δεν έχει βάλει κάποιον τέτοιον κανόνα, αλλά η Εκκλησία λέγει: ο Χριστιανός θα πρέπει να νηστεύει την Τετάρτη και την Παρασκευή, την Σαρακοστή Χριστουγέννων και Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο κ.τ.λ. Η Εκκλησία λοιπόν έχει συγκεκριμένες ημέρες μέσα στο έτος και προτρέπει τους πιστούς να νηστέψουν.

ΠΟΥΘΕΝΑ η Εκκλησία δεν έχει πει ότι είναι κανόνας να νηστέψεις για να κοινωνήσεις. Νηστεύεις όλες τις καθορισμένες νηστείες της Εκκλησίας μας; Εάν ναι τότε δεν θα έπρεπε να σε απασχολεί άλλο αυτό το θέμα. Όμως εάν ο πνευματικός σου πατέρας κρίνει ότι για την δική σου καλύτερη προετοιμασία καλό θα ήταν να νηστέψεις π.χ. μία ημέρα, θα το κάνεις για την υπακοή στον πνευματικό σου και όχι διότι είναι κανόνας της Εκκλησίας μας.

Εάν δεν ίσχυε το παραπάνω τότε είναι παράλογο η Εκκλησία να θεσπίσει συγκεκριμένες νηστίσιμες ημέρες του έτους, αλλά θα έλεγε να νηστεύουμε 1,2,3 ημέρες πριν κοινωνήσουμε. Επίσης τα μικρά παιδάκια θα έπρεπε να νηστεύουν και αυτά, να κάνουν αλάδωτο!!! Νηστεία λοιπόν και Θεία Κοινωνία δεν συνδέονται άμεσα, ίσως έμμεσα υπό το πρίσμα του ασκητικού φρονήματος που θα πρέπει να έχουμε όλοι.

Το παράλογο είναι ότι πολλές φορές επιμένουμε τόσο πολύ στην προετοιμασία μας πριν την Θεία Μετάληψη και όταν πλέον κοινωνήσουμε χαλαρώνουμε. Δηλαδή από την μία μεριά όταν δεν έχουμε τον Χριστό μέσα μας, απέχουμε από τροφές, εγκρατευόμαστε κ.λ.π. (και καλά κάνουμε), όμως όταν έχουμε μέσα μας τον Χριστό, όταν έχουμε κοινωνήσει το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας το ασκητικό αυτό φρόνημα εξαφανίζεται, λες και δεν χρειάζεται πλέον μιας και ο σκοπός επιτεύχθηκε, κοινωνήσαμε!

Όμως πως είναι δυνατόν ενώ δεν έχω τον Χριστό μέσα μου να ασκούμαι και όταν τον πάρω μέσα μου πλέον να γίνομαι απρόσεκτος όσον αναφορά πνευματικά θέματα; Όταν δηλαδή, πριν κοινωνήσω μου «απαγορευόταν» να κάνω κάποια πράγματα, τώρα που κοινώνησα, τώρα που έγινα και εγώ χριστός να μην μου απαγορεύονται;

Άρα διαπιστώνουμε ότι το σκεπτικό πολλών αν όχι όλων των χριστιανών είναι λάθος. Δεν σημαίνει ότι αφού κοινώνησα μπορώ χωρίς καμία αναστολή να κάνω το οτιδήποτε, αντιθέτως αφού έχω κοινωνήσει θα πρέπει ακόμα περισσότερο να είμαι προσεκτικός, σε πνευματική εγρήγορση ώστε όντως η Θεία Κοινωνία να ενεργήσει μέσα μου και να με μεταμορφώσει, να με βοηθήσει να ξεπεράσω αδυναμίες και να γίνει όντως το εφόδιο αυτό το οποίο θα με οδηγήσει στην Αιώνια Ζωή.



ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ
Θεολογική Προσέγγιση καί Λειτουργική Πράξη

Αγαθαγγέλου Επισκόπου Φαναρίου

Προλογικό

Οἱ σκέψεις πού ἀκολουθοῦν δέν φιλοδοξοῦν καί δέν ἀξιώνουν νά καλύψουν, πλήρως τό θέμα. Αὐτό δέν εἶναι δυνατό. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος δέν μπορεῖ, καί δέν φθάνει, νά ἀποδώση τήν θεϊκή πληρότητα τοῦ συνεχοῦς θαύματος. Οἱ σκέψεις αὐτές ἀποτελοῦν ἁπλῶς μιά σκιαγράφηση τῆς ὀρθοδόξου πατερικῆς διδασκαλίας καί παραδόσεως περί τοῦ μυστηρίου καί ἐπιδιώκουν, προσεγγίζοντας τήν λειτουργική μας ἐμπειρία καί εὐαισθησία, νά δώσουν ἀφορμές γιά περαιτέρω προβληματισμό, ἀφοῦ τό ζητούμενο εἶναι ἡ θεωρία τῆς ἐκκλησιατικῆς λατρείας.

Ἡ λειτουργική μας ἔκφραση καί κατάσταση σήμερα, φαίνεται νά πάσχη ἀπό μιά βαθειά κρίση. Ὄχι ἡ λατρεία καθ' ἑαυτή, - διότι ἡ ὀρθόδοξη λατρεία, στό βάθος της, παρέμεινε αὐτό πού ἦταν πάντα - ἀλλά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο κατανοοῦμε τήν λατρεία καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ κόσμος τήν χρησιμοποιεῖ ἔχει, ὁμολογουμένως, ἀλλάξει βαθειά. Μεταξύ τοῦ σκοποῦ τῆς λατρείας καί τῆς κατανοησής της ὑπάρχει σήμερα μιά διαφορά, ἕνα χάσμα.

Τό οὐσιαστικό εἶναι νά ὑπάρξη ἕνας γόνιμος ἐσωτερικός προσωπικός προβληματισμός, ἐάν, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, γνωρίσουμε καί συνειδητοποιήσουμε τί συμβαίνει στήν Ἐκκλησία τήν ὥρα τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ποιά πραγματικότητα φανερώνεται καί δίδεται σέ μᾶς ἀπό αὐτό τό μυστήριο τῶν μυστηρίων; Γιατί, μόνον ὅταν τίθεται αὐτό τό ἐρώτημα, μποροῦμε νά κατανοήσουμε, ὅτι ἐκεῖνο πού ζωντανεύει τά σιωπηλά κείμενα εἶναι ἡ ἐσωτερική μνήμη τῆς Ἐκκλησίας.

Κρίναμε σκόπιμο νά χωρίσουμε τήν εἰσήγησή μας σέ ἐπί μέρους θεματικές ἑνότητες, στίς ὁποῖες, κατά τήν ταπεινή μας ἄποψη, ἐμφαίνεται, γενικά ἡ προβληματική τοῦ σήμερα, καί οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν:

1) Τήν σχέση Ἐκκλησίας καί Θείας Εὐχαριστίας.

2) Τήν ἐσχατολογική κατεύθυνση τῆς Θείας Λειτουργίας.

3) Τήν σχέση Δόγματος καί Θείας Εὐχαριστίας.

4) Τά τελούμενα κατά τήν Θεία Λατρεία, μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στό ζήτημα τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν καί τοῦ κηρύγματος.



1. Ἐκκλησία καί Εὐχαριστία.

Σέ κάθε Θεία Λειτουργία δέν ἔχουμε μιά ἐξωτερική ἀναπαράσταση ἤ μιά ἐπανάληψη, γιατί ἡ σταυρική θυσία ἅπαξ ἐτελέσθη, καί γι' αὐτό δέν ἐπαναλαμβάνεται, ἀλλά ἔχουμε συνέχεια καί μετοχή στήν μία καί μοναδική θυσία τοῦ Χριστοῦ . Δέν εἶναι μιά νέα θυσία, ἀλλά πάντα ἡ ἴδια, αὐτή πού ὁ Χριστός μᾶς ἔδωσε καί μέσα στήν ὁποία μᾶς ἔχει περιλάβει. Αὐτή ἡ πραγματικότητα ἐκφράζεται στήν εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου: "Σύ εἶ ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος, καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος....". Προσφέρουμε, λοιπόν, τήν Θεία Εὐχαριστία, ὄχι γιατί ὁ Θεός τήν χρειάζεται, ἀλλά γιατί ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ οὐσία καί ἡ προϋπόθεση τῆς ἰδικῆς μας ὑπάρξεως ἐν Αὐτῷ. Αὐτός εἶναι ὁ μόνος τρόπος οὐσιαστικῆς ἀνακαινίσεως τοῦ κόσμου. Διότι μόνο ἡ εὐχαριστιακή κοινότητα, ἡ ὁποία μεταμορφώνεται στήν Θεία Εὐχαριστία, εἶναι δυνατόν καί νά μεταμορφώση ἀληθινά τόν κόσμο.

Ἡ κοινωνία, μέσα στήν ὁποία ἀποκαθίσταται ἡ θεανθρώπινη ἕνωση καί ἀναπλάσσεται ἡ πεσοῦσα ἀνθρώπινη φύση, τελεῖται στό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Μέ τό ἀφετηριακό καί μέγιστο χάρισμα τοῦ Βαπτίσματος εἰσέρχεται ὁ ἄνθρωπος στήν πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Ὅσοι ἑνώνονται μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία, ἐπανέρχονται στήν θεανθρώπινη κοινωνία, ἐπανευρίσκουν τήν χαμένη στόν Παράδεισο οἰκογένειά τους, ἀντικρύζουν τόν Θεό Πατέρα τους καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἀδελφούς τους, μετέχουν στήν ἀναπνοή τοῦ σώματος πού εἶναι ἡ προσευχή τῆς Ἐκκλησίας, συντονίζονται μέ τήν προσευχή τῶν ἁγίων, προσεύχονται μέ τίς προσευχές τῶν ἁγίων, ἀγωνίζονται νά καταστείλουν τήν ἀνταρσία τῆς ἁμαρτωλῆς του φύσης μέ τούς κανόνες καί τούς ὅρους τῆς ἄσκησης τῶν ἁγίων, συντονισμένοι χρονικά καί τροπικά μέ τό σύνολο ἐκκλησιαστικό σῶμα, τρέφονται ἀπό τό ποτήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τήν τροφή τῶν μαρτύρων καί ὁμολογητῶν, τό δώρημα τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος του Χριστοῦ, τόν ἄρτο καί τόν οἶνο πού ἑνώνει γῆ καί οὐρανό.

Ὅμως ἡ μετοχή τῆς ζωοποιοῦ ἐνέργειας τοῦ ἁγίου Πνεύματος δέν εἶναι ἐφ' ἅπαξ ἐγγυημένη διά τοῦ Βαπτίσματος. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, κοινωνός τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μέ τήν διανοητική ἀποδοχή "ἀρχῶν" καί " ἀξιωμάτων" ἀλλά μέ τήν καθολική αὐτοπροσφορά του στήν ἀντιπροσφερόμενη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μόνο μέ τόν ἀγώνα γιά τήν τελείωση μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά μετέχη τῆς ἀφθαρτοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό σέ κάθε Θεία Λειτουργία οἱ εἰρηνεύοντες μεταξύ τους, μέ ἀγάπη, πιστοί ἐπικαλοῦνται τόν Θεό, γιά νά μορφώση σέ αὐτούς, δια τῶν Τιμίων Δώρων, τόν Χριστό διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. "Σπουδάζετε οὖν πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν καί εἰς δόξαν. Ὅταν γάρ πυκνῶς ἐπί τό αὐτό γίνεσθε, καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ Σατανᾶ καί λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ ἐν τῇ ὁμονοίᾳ ὑμῶν τῆς πίστεως" .

Στήν Θεία Εὐχαριστία, τήν "συγκεφαλαίωση τῆς ὅλης Θείας Οἰκονομίας", πραγματοποιεῖται ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί συγχρόνως ἀποκαλύπτεται ἡ φύση καί ὁ χαρακτήρας τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μυστηρίου θεανθρωπίνης κοινωνίας. Ἡ Θεία Λειτουργία συνιστᾶ καί ἐκφράζει αὐτό τοῦτο τό εἶναι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐφ' ὅσον αὐτό τοῦτο τό εἶναι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λειτουργικό καί αὐτή ἡ ζωή της εἶναι εὐχαριστιακή. "Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσι . Ὁ κόσμος προσφέρεται στόν Θεό καί καθίσται τοῦ Θεοῦ. "Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν Σοί προσφέρομεν..." . " Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν". Ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος πού προσφέρουμε στόν Θεό συνοψίζουν καί περιλαμβάνουν ὅλη τήν ζωή μας καί ὅλο τόν κόσμο μας. Ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐν μετανοίᾳ μετέχει τῆς Εὐχαριστίας καθίσταται καθολικός ἄνθρωπος, δηλαδή ἄνθρωπος πού ὑπερβαίνει τήν διάσπαση καί τήν μερικότητα διά τῆς μετοχῆς του στήν καθολική Ἀλήθεια καί Ζωή. Τώρα μποροῦμε νά κατανοήσουμε "γιατί δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία πού ὑπάρχει γιά τήν Θεία Λειτουργία. Εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξεως, καθιστᾶ τήν Ἐκκλησία αὐτό πού πραγματικά εἶναι" . Νά γιατί χωρίς τήν Θεία Εὐχαριστία δέν θά ὑπῆρχε Ἐκκλησία. Νά γιατί αὐτό τό ὁποῖο πρέπει νά μᾶς προβληματίση εἶναι τό γεγονός, ὅτι σήμερα ἡ λατρεία δέν κατανοεῖται πλέον ὡς κατ' ἐξοχήν λειτουργία, ἔκφραση καί ἐκπλήρωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀντίθετα, ἡ Ἐκκλησία ἐκλαμβάνεται ἁπλά ὡς τελετουργός τῆς λατρείας.
 
1.2. Ἡ ἐξατομίκευση-Ὑπάρχει δημόσια ἤ ἰδιωτική λατρεία;

Ἕνα ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ἀντιλήψεως, τό ὁποῖο ὁδηγεῖ σέ μιά σειρά ἀπό ἀλλαγές μέ ἀρνητικές συνέπειες γιά τήν λειτουργική ἐξέλιξη καί τήν πνευματικότητα, εἶναι τό φαινόμενο τῆς ἐξατομίκευσης τῆς Θείας Λειτουργίας, τό γεγονός δηλαδή, ὅτι ἡ ἐμπειρία τῆς λατρείας ἔχει παύσει νά εἶναι μιά ἀπό κοινοῦ λειτουργική πράξη. Εἶναι τουλάχιστον στή συνείδηση ἀρκετῶν, μιά συνάθροιση ἀτόμων πού ἔρχονται στήν Ἐκκλησία, παρίστανται στήν λατρεία μέ σκοπό νά ἱκανοποιήσουν μεμονωμένα τίς ἀτομικές τους θρησκευτικές ἀνάγκες καί ὄχι γιά νά συστήσουν καί νά ἀποτελέσουν τήν Ἐκκλησία.

Σκοπός τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ σωτηρία διά τῆς τελειώσεως μέσα ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς μας. Τό ἱστορικό γεγονός τῆς ἐνανθρώπισης τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει καταρχήν τόν ἄρχονο τρόπο τῆς θείας ζωῆς πού εἶναι ἡ ἀγάπη (Α´ Ἰωαν. 4. 8), ἡ ἀγάπη ὄχι σάν ἠθική ἰδιότητα (ἰδιότητα συμπεριφορᾶς), ἀλλά ὡς ὀντολογική πραγματικότητα πού θά πῆ: ὑπαρκτική ἀλήθεια, ἀλήθεια ἑνότητας, κοινωνίας καί σχέσης. Προσλαβμάνουμε τόν κόσμο, ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, ὡς Λόγο ἔνσαρκο τοῦ Θεοῦ· ἀποδεχόμαστε τή ζωή, τήν "ἐν σαρκί" ζωή τοῦ κόσμου τούτου, ὄχι ὡς αὐτονομημένη ἀτομική ἐπιβίωση, ἀλλά ὡς μυστήριο ἑνότητος σαρκός καί Θεότητος. Κοινωνοῦμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί μετέχουμε στήν ζωή τῆς Τριάδος, τήν ὄντως ζωή. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὁ ἱερουργός τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητας τοῦ κόσμου. Ἡ ζωή τῆς Εὐχαριστίας μπορεῖ νά προσλάβη ἀκόμη καί τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, νά ἐγκεντρίση τό θάνατο στή ζωή. Αὐτή ἡ πρόσληψη καί ὁ ἐγκεντρισμός τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου στήν ζωή τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό εἶναι ὁ καινούργιος τρόπος ὑπάρξεως πού ἐνσαρκώνει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι τό ὑπαρκτό γεγονός τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ὅπως φανερώνεται κάθε φορά στήν εὐχαριστιακή σύναξη.

Τό πρόβλημα τῆς δυτικῆς θεολογίας, ἄν δηλαδή ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται με τήν πίστη μόνο ἤ μέ ἀξιόμισθα ἔργα, εἶναι ἄγνωστο στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὁ ἰσχυρισμός δέ τῶν Προτεσταντῶν, ὅτι κάθε ἕνας πιστός ἔχει μέ τόν Θεό ἰδιωτικές σχέσεις καί δέν ἔχει, κατά συνέπεια, ἀνάγκη ἄλλων πρός ἐπίτευξη ὀρθῆς σχέσεως μέ τόν Χριστό, εἶναι ἀπό καθαρά εὐαγγελική ἄποψη ἀβάσιμος. Ἡ ἐκδοχή αὐτή περί σωτηρίας εἶναι προϊόν μιᾶς εὐδαιμονιστικῆς καί ἰδιοτελοῦς νοοτροπίας, εἶναι τό ἄγχος τοῦ ἀνθρώπου τῆς αὐγουστίνειας καί προτεσταντικῆς αὐτοσυνειδησίας.

Θά πρέπει νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν ἰδέα, ὅτι ὑπάρχουν δύο λατρεῖες στήν Ἐκκλησία, μιά δημόσια καί μιά ἰδιωτική. Ἡ ἀρχαία ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας περί Εὐχαριστίας ἀντιμετωπίζει τό μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας ὄχι σάν ἀντικείμενο ἤ σάν κείμενο, σάν πράγμα καί σάν μέσο ἐκδηλώσεως τῆς εὐσέβειάς μας ἤ ἐξυπηρετήσεως, ἀλλ' ὡς κοινή καθολική ἐκδήλωση τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ὡς κοινωνία τῆς ἀγάπης. Ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ, γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές, τόν Ἀσπασμό τῆς εἰρήνης, πρίν τήν Ἀναφορά, καί τήν σημασία τοῦ γεγονότος τῆς ἑορτῆς, τό ὁποῖο (γεγονός) διασώζεται στόν χῶρο τῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητος.

Ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία εἶναι, σύμφωνα μέ τήν ὁμόφωνη παράδοση, τό κέντρο ὁλόκληρης τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, καταλογογραφήθηκε ὡς ἕνα ἀπό τά μυστήρια, γιά νά καταντήση νά τελῆται πολλές φορές, ὅπως καί τά ἄλλα μυστήρια, ὡς ἰδιωτική ἀκολουθία πού ἀποσκοπεῖ στόν ἐξαγιασμό μεμονομένων χριστιανῶν καί ὄχι στήν οἰκοδομή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ καλύτερη ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική παραγνώριση τῆς Θείας Κοινωνίας ὡς μιᾶς πράξεως γιά ὅλους. Ἐκεῖ πού ἡ Πρώτη Ἐκκλησία εἶδε τήν πραγματική της ἐκπλήρωση ὡς κοινωνία σέ ἕνα σῶμα, - "ἡμᾶς δέ πάντας τούς ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου καί τοῦ ποτηρίου μετέχοντας......", ἐρχόμαστε ἐμεῖς νά τίς θεωρήσουμε ὡς πράξεις πού ἀφήνονται ἀποκλειστικά στήν ἀτομική ἐπιθυμία ἑκάστου, τήν εὐσέβεια καί τήν προετοιμασία.

Εἶναι χαρακτηριστικό, ἐάν ἐρωτήσουμε τούς Χριστιανούς μας, γιατί πηγαίνουν τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία, πολλές φορές οἱ ἀπαντήσεις δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τήν ἀλήθεια. Δηλαδή, πρέπει νά ἔρχεσαι, σοῦ λένε, τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία, διότι εἶναι καθῆκον πρός τόν Θεό. Αὐτή δέν εἶναι Ὀρθοδοξία. Εἶναι ἡ ἀτομική σχέση μέ τόν Θεό.

Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ἀναφέρουμε καί τό θέμα τῆς προσελεύσεως ἤ μή στήν Θεία Κοινωνία. Ἡ συνεχής Κοινωνία εἶναι τό ἰδεῶδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Δέν πρόκειται κάθολου γιά ὑποχρέωση. Δέν μποροῦμε, δέν ἔχουμε δικαίωμα νά τό πράξουμε, νά πιέσουμε κανέναν νά κάνη μιά πράξη ἀγάπης καί λατρείας. Πρόκειται γιά μιά ἀντικειμενική καί ξεκάθαρη διαπίστωση: ὅποιος δέν κοινωνεῖ τοποθετεῖ τόν ἑαυτό του στήν κατάσταση τῶν ξένων, πού εἶναι ἔξω ἀπό τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. "Μηδείς πλανάσθω. Ἐάν μή τις ᾗ ἐντός τοῦ θυσιαστηρίου, ὑστερεῖται τοῦ ἄρτου τοῦ Θεοῦ.....ὁ οὖν μή ἐρχόμενος ἐπί τό αὐτό, οὗτος ἤδη περηφανεῖ καί ἑαυτόν διέκρινεν". Οἱ Ἱεροί Κανόνες εἶναι σαφέστατα κανονιστικοί γι' αὐτούς πού δέν κοινωνοῦν, γιατί μιά τέτοια στάση φανερώνει τήν μή συμμετοχή στήν Ἐκκλησία. Γι' αὐτό ὁμιλοῦν περί ἀποβολῆς καί ἀφορισμοῦ. Διάφοροι λόγοι, μά πάνω ἀπ' ὅλα ἡ χαμένη ἐκκλησιαστική αὐτοσυνειδησία, συνετέλεσαν στό νά λησμονηθῆ ἡ ἀλήθεια αὐτή. Εὐτυχῶς ἡ Ἐκκλησία ἄρχισε νά ζῆ, καί πάλι τήν παράδοσή της. Γεννιέται τό κίνημα τῶν Κολλυβάδων, γνωρίζουμε ἀγῶνες ἁγίων καί ἀσκητῶν γιά τήν ἐπανεκτίμηση τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως καί διδασκαλίας. Ἤδη στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου ἐκδίδει ἀνώνυμα τό βιβλίο περί τῆς συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως, τό ὁποῖο ἀρχικά καταδικάσθηκε ἀπό τούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ καί Προκόπιο, ὡς παράνομο καί σκανδαλοποιό, ἀθωώθηκε συνοδικά ἀπό τόν Πατριάρχη Νεόφυτο, ὡς ψυχοφελές καί σωτήριο, καί ἔδωσε ἀφορμή στόν Πατριάρχη ἅγιο Γρηγόριο τόν Ε´ νά συντάξη, κατά τό ἔτος 1819, Πατριαρχικό γράμμα πρός τούς Μοναχούς τοῦ ἁγίου Ὄρους, καί νά ἀποφανθῇ ὅτι "χρέος ἔχουσιν οἱ εὐσεβεῖς ἐν ἑκάστῃ μυσταγωγίᾳ νά προσέρχωνται καί νά μεταλαμβανώσιν, ἀρκεῖ νά εἶναι ἀνέγκλητοι παρά τοῦ πνευματικοῦ των" .

Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι τό γεγονός τῆς τακτικῆς ἤ μή προσελεύσεως τῶν πιστῶν στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καθώς καί τῆς καταλλήλου προετοιμασίας, εἶναι ἕνα πού σοβαρό ζήτημα τό ὁποῖο καθημερινά ἀντιμετωπίζουμε καί γιά τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά ἐργασθοῦμε σκληρά. Εἶναι ἐπίσης πολύ σημαντικό, ὅσον ἀφορᾶ στό θέμα τῆς συμμετοχῆς στήν Θεία Κοινωνία, νά ἔχουμε κατά νοῦ καί μιά ἄλλη προοπτική: ποιά εἶναι γιά τόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο ἡ καλύτερη προετοιμασία; Πῶς θά ἐμφυτεύσουμε μιά ὑγιῆ διάθεση γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία; Πῶς θά βοηθήσουμε τόν ἄνθρωπο νά διατηρήση τήν ἐπιθυμία νά γνωρίση τόν Χριστό;
 
2. Εὐχαριστία καί Ἐσχατολογία.

Ἡ λατρεία μας μέ τό νά εἶναι φανέρωση τοῦ Θεοῦ γίνεται φανέρωση τοῦ κόσμου. Εἶναι πάντοτε κοσμική, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι προσλαμβάνει ὁλόκληρη τήν κτίση ἐν Χριστῷ, εἶναι ἱστορική καί προσλαμβάνει ἐν Χριστῷ τόν χρόνο εἶναι ἐσχατολογική καί μᾶς κάνει μετόχους τῆς ἐρχόμενης Βασιλείας. Ἀνατρέπει κάθε ἔννοια χωροχρονικῆς ἀκολουθίας. Δέν προσδιορίζεται ἀπό τόν χρόνο ἀλλά προσδιορίζει τόν χρόνο. Τό μυστήριο τῆς Συνάξεως εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἔργο τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνειτόν χρόνο καί ἀνήκει στήν αἰωνιότητα. Ἤδη ἡ τέλεση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου πρό τοῦ Σταυρικοῦ Θανάτου ἀντιστρέφει τόν ἱστορικό χρόνο καί καταργεῖ τήν χρονική ἀκολουθία . Γι' αὐτό ἡ Θεία Λειτουργία δέν πρέπει νά θεωρεῖται ἁπλῶς καί μόνο ὡς μιά αἰσθητική ἐμπειρία ἤ μιά θεραπευτική ἄσκηση. Ἡ μοναδική λειτουργικότητά της εἶναι νά ἀποκαλύπτη τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. "Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος....". Αὐτό εἶναι πού μνημονεύουμε συνέχεια. Ἡ ἀνάμνηση τῆς Βασιλείας εἶναι ἡ πηγή ὅλων τῶν ἄλλων μέσα στήν Ἐκκλησία.

Αὐτή, ὅμως, ἡ βιβλική καί ἀρχέγονη χριστιανική πνευματικότητα, βασισμένη στήν λειτουργική καί ἐσχατολογική κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας, ἄρχισε, ἀπό τόν 3ο αἰώνα, σταδιακά, νά ὑποχωρῆ, ἤ στήν καλύτερη περίπτωση νά συνυπάρχη μέ μιά ἄλλη πνευματικότητα . Ἡ Ἐκκλησία παύει νά ἀποτελῆ εἰκόνα τῶν Ἐσχάτων καί γίνεται εἰκόνα τῶν ἀρχικῶν πραγμάτων.

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ παύει νά εἶναι τό κεντρικό περιεχόμενο καί ἡ ἐσωτερική ὤθηση τῆς χριστιανικῆς πίστης. Κατανοεῖται μόνο ὡς μελλοντική Βασιλεία, γιά τό τέλος καί μετά τό τέλος. Αὐτός ὁ σταδιακός περιορισμός τῆς χριστιανικῆς ἐσχατολογίας εἶχε σοβαρώτατες ἐπιπτώσεις στήν διαμόρφωση τῆς λειτουργικῆς συνειδήσεως, ὅλης τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί στήν εὐσέβεια τῶν πιστῶν.

Ποιός ἐνθυμεῖται σήμερα, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος εἰσέρχεται στόν Ναό, ὅτι τό γεγονός αὐτό εἶναι ἕνα μέγα λειτουργικό γεγονός, διότι εἰκονίζει τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, τόσο στήν Πρώτη ὅσο καί στήν Δευτέρα Παρουσία Του. "Τήν μέν οὖν πρώτην εἰς τήν Ἀγίαν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἀρχιερέως κατά τήν ἱεράν σύναξιν, τῆς πρώτης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ διά σαρκός εἰς τόν κόσμον τοῦτον παρουσίας τύπον καί είκόνα φέρειν....Μεθ' ἥν παρουσίαν ἡ εἰς οὐρανούς αὐτοῦ καί τόν ὑπερουράνιον θρόνον ἀνάβασίς τε καί ἀποκατάστασις συμβολικῶς τυποῦται διά τῆς ἐν τῷ ἱερατείῳ τοῦ Ἀρχιερέως εἰσόδου καί τῆς εἰς τόν θρόνον τόν ἱερατικόν ἀναβάσεως.... Τάς δέ θείας τῶν πανιέρων βίβλων ἀναγνώσεις, τάς θείας καί μακαρίας τοῦ παναγίου Θεοῦ βουλήσεις τε καί βουλάς ὑπεμφαίνειν...Τήν δέ πνευματικήν τῶν θείων ᾀσμάτων τερπνότητα τήν ἐμφαντικήν...τῶν θείων ἀγαθῶν ἡδονήν...".



3. Δόγμα καί Θεία Λειτουργία

Ἡ πληρότητα τῆς θεολογικῆς σκέψεως τῆς Ἐκκλησίας εὑρίσκεται στήν λατρεία. Ἡ χριστιανική λατρεία, ὡς ζῶσα ἐμπειρία καί βίωση τῆς πίστεως ἀφ' ἑνός ἐκφράζει τήν βιβλική καί πατερική διδασκαλία καί ἀφ' ἑτέρου τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ φράση τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου "ἡμῶν δέ σύμφωνος ἡ γνώμη τῇ εὐχαριστίᾳ καί ἡ εὐχαριστία... βεβαιοῖ τήν γνώμην" ἐπιβεβαιώνει ὅτι, ἡ ὀρθόδοξη λατρεία εἶναι αὐτή καθ' ἑαυτή δογματική καί μαρτυρεῖ περί τῆς ταυτότητος τῆς ἐκκλησιαστικῆς λειτουργίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστεως. Τοῦτο ἀποτελεῖ τό πλέον χαρακτηριστικό καί ἔξοχο σημεῖο τῆς Παραδόσεως. Αὐτό δέ θά τό διαπιστώσουμε περισσότερο, ὅταν ἐξετάσουμε καί ἱστορικά τήν ἀντίδραση τῆς λατρείας (οὐσιαστικά τῶν Πατέρων μέσα ἀπό τήν λατρεία) ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν.

Θά μᾶς ἐπιτραπῆ ἐδῶ νά ἀναφέρουμε ἕνα συγκεκριμένο παράδειγμα, τό ὁποῖο ἀφορᾶ στήν σύγχρονη λειτουργική πράξη καί ἀντίληψη σέ σχέση μέ τήν δογματική διδασκαλία. Εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο τό θέμα αὐτό καί ἀξίζει τῆς προσοχῆς τοῦ ἀναγνώστου.

Ἡ ἀρχική εὐχαριστιακή ἀναφορά, τό "Ἄξιον καί δίκαιον", πού διαβάζουμε στήν Θεία Λειτουργία, ἦταν προσευχή πρός τόν Θεό Πατέρα. Ἡ εὐχαριστήριος εὐχή ἤ εὐχή τῆς ἀναφορᾶς τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, Ἐπισκόπου Ρώμης, ἀναφέρεται καί στήν μεταξύ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος σχέση. Στήν Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι σαφές, ὅτι μόνο ὁ Θεός Πατήρ δέχεται τήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς. Στήν Θεία Λειτουργία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὅπως ἐπισημαίνουν οἱ Λειτουργιολόγοι, μετά τόν Δ´ αἰώνα, ὑπῆρξε κάποια ἀλλαγή καί στήν Ἀναφορά προστέθηκε ἡ φράση "Σύ καί ὁ Μονογενής Σου Υἱός καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον". Ἀναφέρεται δηλαδή ὅλη ἡ Ἁγία Τριάδα.

Γι' αὐτό καί θεωρεῖται μέγιστο λάθος αὐτό πού κάνουν πολλοί ἱερεῖς, νά στρέφωνται πρός τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στό "Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ". Εἶναι δογματικό λάθος. Ἴσως ἀναρωτηθῆ κανείς: "Τί σημασία ἔχει; Δέν εἶναι θέμα θεότητος, διότι στήν περίπτωση αὐτή ἡ διάκριση τῶν Προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος δέν πρέπει νά ἔχη καμμία σημασία". Ἡ διάκριση τῶν Προσώπων εἶναι πολύ σημαντική καί οὐσιαστική γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί θεολογία. Δέν εἶναι τυχαῖοι οἱ ἀγῶνες τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων γιά νά διατηρήσουν αὐτή τήν διάκριση. Ὅπως δέν εἶναι καί τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι οἱ αἱρετικοί, γνωρίζοντας, ὅτι αὐτή ἡ διδασκαλία ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό καί ἔξοχο σημεῖο τῆς πίστεως, προσπάθησαν νά διαταράξουν ἀπό τήν ἀρχή αὐτήν τήν διάκριση ἀλλοιώνοντας τήν μορφή καί τό περιεχόμενο τῆς εὐχαριστηρίου ἤ τῆς εὐχῆς τῆς Ἀναφορᾶς καί τῶν λειτουργικῶν τύπων. Ὅ,τι κάνει λοιπόν ὁ Υἱός στήν Λειτουργία δέν εἶναι τό ἴδιο μ' αὐτό πού κάνει ὁ Πατήρ, οὔτε τό ἴδιο μ' αὐτό πού κάνει τό Πνεῦμα. Τό κάθε Πρόσωπο κάνει διαφορετικό ἔργο σέ ὅλο τό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας καί τό ἔργο αὐτό μεταφέρεται στήν Θεία Εὐχαριστία. Ὁ Υἱός ἐκτελεῖ τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός τῇ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀναφέρει πλέον στόν Πατέρα ὅλη τήν Οἰκονομία. Ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ προσαγωγή, ἡ προσφορά καί ἀναφορά στόν Πατέρα. Γι' αὐτό στήν Θεία Εὐχαριστία, καί μάλιστα τήν στιγμή τῆς Ἀναφορᾶς, δέν προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία μόνη της. Προσεύχεται ὁ Χριστός. Γι' αὐτό στήν Θεία Εὐχαριστία δέν ὑπάρχει διάλογος μεταξύ Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας, ἀλλά μεταξύ Θεοῦ Πατρός καί Χριστοῦ-Ἐκκλησίας.

Κατά τόν ΙΒ' αἰώνα ἔγινε μιά μεγάλη θεολογική διαμάχη, μιά προσπάθεια ἐπικρατήσεως "καινοτομίας δόγματος", γιά τό ποιός προσφέρει καί ποιός ἀποδέχεται τήν Θεία Εὐχαριστία, καί στήν ὁποία κυρίαρχο ρόλο διεδραμάτισε ὁ Νικόλαος Μεθώνης. Τό ἐρώτημα εἶναι πολύ σοβαρό, διότι κάθε ἀντίληψη, ὅτι ὁ Θεός Πατήρ μπορεῖ νά ἐνεργήση, κατά κάποιο τρόπο, χωρίς τήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά σήμαινε διαίρεση μεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Τριαδικῆς Θεότητος. Εἶναι βασικό Πατερικό ἀξίωμα, ὅτι τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν χωρίζουν ποτέ. Καί στήν Οἰκονομία καί στήν Ἐνσάρκωση εἶναι μαζί, ἀλλά δέν σαρκοῦνται ὅλα. Ἐδῶ εἶναι ἡ μεγάλη λεπτομέρεια: ὁ Υἱός δέχεται τήν Θεία Εὐχαριστία, μαζί μέ τόν Θεό Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά σέ διάκριση ἀπό τόν Θεό Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία εἶναι προϋπόθεση τῆς ὑποστάσεως.

Δέν εἶναι λοιπόν ἄλλος ὁ προσφέρων καί ἄλλος ὁ προσφερόμενος "ἀλλ' αὐτός καί εἷς κατά τήν ὑπόστασιν Χριστός, προσφέρων μέν λέγεται ὡς ἱερεύς καθεστώς κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ,... προσφερόμενος δέ ὡς οὐκ ἄλλό τι προσφέρων παρ' ἑαυτόν, ἀλλ' ἤ τό οἰκεῖον σῶμα τε καί αἷμα... καί πάλιν ὁ αὐτός διαδιδόμενος λέγεται, καί ταῦτα μέν κατά τό ἀνθρώπινον, εἰ καί πάντα θεότερον πως, προσδεχόμενος δέ ὡς κατά τήν θεότητα ἡνωμένος ἀεί τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι καί τούτοις ἀχωρίστως συννοούμενος καί συνδοξαζόμενος τά τε ἄλλα καί τό προσδέχεσθαι τήν προσαγωγήν". "Ταῦτα δέ καί τά δῶρα τά προσφερόμενα, ἡ σάρξ καί τό αἷμα, ἅ πάλιν αὐτός ἐστιν ὁ προσφέρων, καί δι' αὐτῶν προσφερόμενος".

Θά πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά ἐνθυμηθοῦμε τό ἀκόλουθο γεγονός. Οἱ Ἀρειανοί καί μάλιστα οἱ Εὐνομιανοί, ἔθεσαν τό ζήτημα στούς Ὀρθοδόξους ἄν ὁ Υἱός εἶναι δηλωτικός τῆς οὐσίας ἤ τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ: Ἐάν οἱ Ὀρθόδοξοι ἔλεγαν, ὅτι εἶναι δηλωτικός τῆς οὐσίας, τότε δέν θά μποροῦσαν νά Τόν διακρίνουν ἀπό τόν Πατέρα. Ἐάν ἔλεγαν, ὅτι εἶναι ὄνομα ἐνεργείας, τότε κινδύνευαν νά δεχθοῦν, ὅτι πρόκειται γιά κτίσμα. Μπροστά στήν πίεση αὐτή ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στόν Τρίτο Θεολογικό του Λόγο, τονίζει μέ ἔμφαση, ὅτι ὁ Υἱός δέν εἶναι οὔτε οὐσίας οὔτε ἐνεργείας ὄνομα, ἀλλά ὄνομα σχέσεως.

Ἐπαναλαμβάνουμε, ὅτι ἴσως κάποιος πεῖ: "Ὅλα εἶναι μπερδεμένα. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά κάνουμε τίς διακρίσεις αὐτές. Σέ τί τέλος πάντων θά χρησιμεύσουν". Τήν ἀπάντηση τήν δίδει ἡ Θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία εἶναι πολύ προσεκτική στόν χειρισμό τῆς διακρίσεως τῶν Προσώπων. Ἡ θεολογία τῆς πίστεως καί τῆς Εὐχαριστίας εἶναι πραγματική Θεολογία μόνον καί ἐφ' ὅσον εἶναι Τριαδική Θεολογία. "Ἐν Τριάδι ἡ Θεολογία τελεία ἐστι". Ἐμεῖς ἔχουμε δημιουργήσει μιά εὐσέβεια λειτουργική ἐρήμην τῆς διακρίσεως τῶν Προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος. Αὐτό εἶναι τόσο ἐπικίνδυνο, ὥστε ὑπάρχει περίπτωση νά ὁδηγήση σέ μιά ἀχρήστευση καί φθορά τῆς Τριαδικῆς Θεολογίας. Καί ἡ φθορά αὐτή, πού στήν οὐσία της εἶναι ἐγκατάλειψη τῆς "τελειωτάτης θεογνωσίας", ὁδηγεῖ στήν ἀνυπαρξία, τό ἀπατηλό, τό ψευδές. Αὐτό τό ὁποῖο πρέπει πολύ σοβαρά νά μᾶς προβληματίση εἶναι, ὅτι ἡ Τριαδική Θεολογία γίνεται πλέον ἕνα δόγμα, τό ὁποῖο δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τόν τρόπο τόν ὁποῖο ζοῦμε. Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι σήμερα ζοῦμε, ὑπολανθανόντως, σ' ἕνα κλῖμα, τό ὁποῖο καλλιεργεῖ ὄχι ὑπαρξιακά καί σωτηριολογικά, ἀλλά εὐσεβιστικά καί ἠθικά τήν ἔννοια τῆς λατρείας καί τοῦ δόγματος.

Θά πρέπει νά ἀναρωτηθοῦμε, ἐπίσης, μήπως, στήν πίστη μας, τήν πρώτη καί κεντρική θέση κατέχει ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τίς ἁμαρτίες του. Τό ζήτημα εἶναι σπουδαῖο, διότι ἡ πίστη δέν εἶναι δυνατόν νά ἀρχίζη μέ τήν ἁμαρτία. Ἡ ἀρχή δέν εἶναι ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπό τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἀρχή καί τό θεμέλιο τῶν πάντων εἶναι τό μυστήριο τῆς Τριαδικῆς ζωῆς.

4. Περί τῶν τελουμένων, τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν καί τοῦ θείου κηρύγματος.

Γνωρίζουμε, ὅτι ἡ χριστιανική λατρεία ἔχει μιά μακρά καί περίπλοκη ἀνάπτυξη καί ὅτι ἡ σημερινή ἑνότητα τοῦ Τυπικοῦ στήν Ὀρθοδοξία εἶναι συγκριτικά τελευταῖο ἐπίτευγμα. Ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν εἶχε διατηρήσει τήν πλήρη λειτουργική ὁμοιομορφία ὡς οὐσιώδη ἑνότητά της. Ὅμως, παρά τήν ὑπάρχουσα, ἀνέκαθεν, ἐλευθερία στήν διά τῆς φυσικῆς ἐξελίξεως διαμόρφωση γεγονότων ἤ λεπτομερειῶν τῆς λατρείας, διαπιστώνουμε, ὅτι α) ἡ Ἐκκλησία κατοχυρώνει τήν θεία λατρεία καί διά κανόνων, καί β) ἡ τελική διαμόρφωση τῆς λατρείας καθορίζεται πάντοτε ὑπό τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως. "Οἱ Πρεσβύτεροι καί οἱ Διάκονοι ἄνευ γνώμης τοῦ Ἐπισκόπου μηδέν ἐπιτελείτωσαν. Αὐτός γάρ ἐστιν ὁ πεπιστευμένος τόν λαόν Κυρίου καί τόν ὑπέρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν λόγον ἀπαιτηθησόμενος".

Θά σταθοῦμε, χαρακτηριστικά σέ ἕνα ἀντιλεγόμενο σημεῖο τῆς λειτουργικῆς μας πράξης, γιά νά διαπιστώσουμε καλύτερα, πῶς διαμορφώνονται τά πράγματα στήν λατρεία μας μέσα ἀπό τήν ἱστορία καί τήν αὐθεντικότητα τῆς πνευματικότητος. Πρόκειται περί τοῦ τρόπου ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν στήν Θεία Λειτουργία. Ἐάν αὐτές ἀπαγγέλονται μυστικῶς ἤ ἐκφώνως. Καθ' ὅτι ἕως καί σήμερα ὅλες οἱ εὐχές τῶν Μυστηρίων ἀναγινώσκονται εἰς ἐπήκοον, τό πρόβλημα ἑστιάζεται στήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας.

Ἡ παρεμβολή, νεστοριανῆς προελεύσεως, πράξεως, ἡ ὁποία ἤθελε μυστική τήν ἀπαγγελία τῶν εὐχῶν ὑπό τοῦ ἱερέως, ἡ ἐπίδραση τῆς μυστικῆς θεολογίας καί τοῦ μοναχισμοῦ, ἡ πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τούς μεταγενέστερους χρόνους, ἡ μή ἐπαρκής κατάρτιση καί ἐκπαίδευση τοῦ κλήρου, ἄλλοι τεχνικοί λόγοι, ὡδήγησαν τήν λατρεία στήν ἐπιβολή μιᾶς ἀντιπαραδοσιακῆς πράξεως, πού ἐκφράζεται μέ τήν καθ' ἑαυτόν ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν.

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ διάταξη 6 τῆς 137ης Νεαρᾶς τοῦ Ἰουστινιανοῦ: "Κελεύομεν πάντας ἐπισκόπους τε καί πρεσβυτέρους μή κατά τό σεσιωπημένον, ἀλλά μετά φωνῆς τῷ πιστοτάτῳ λαῷ ἐξακουομένης τήν θείαν προσκομιδήν καί τήν ἐν τῷ ἁγίῳ Βαπτίσματι προσευχήν ποιεῖσθαι πρός τό κἀντεῦθεν τάς τῶν ἀκουοτάτων ψυχάς εἰς πλείονα κατάνυξιν καί τήν πρός τόν Δεσπότην Θεόν διανίστασθαι δοξολογίαν. Οὕτω γάρ ὁ θεῖος ἀπόστολος διδάσκει λέγων... ἐπεί ἐάν εὐλογήσῃς τῷ πνεύματι, ὁ ἀναπληρῶν τόν τόπον τοῦ ἰδιώτου πώς ἐρεῖ τό Ἀμήν τῷ Θεῷ ἐπί τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ. Στήν ἴδια Νεαρά ἀναφέρεται, ὅτι ὁ ὑποψήφιος γιά τό ἀρχιερατικό ἀξίωμα πρέπει νά ὑποβάλλεται, ἐκ τῶν προτέρων, σέ κάποια ἐξέταση ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀπαγγελία τῆς εὐχῆς τῆς θείας προσκομιδῆς καί αὐτῆς τοῦ βαπτίσματος. "...Θεσπίζομεν, ὁσάκις χρεία γένηται Ἐπίσκοπον χειροτονηθῆναι... ἀπαιτεῖσθαι πρότερον τόν μέλλοντα χειροτονηθῆναι... ἀπαγγέλειν τοῦτον τήν θείαν προσκομιδήν τήν ἐπί τῇ ἁγίᾳ κοινωνίᾳ γινομένην...".

Ἴσως ρωτήση κάποιος· τί ἐννοεῖ, ὅταν λέγει "θεία Προσκομιδή"; Σέ πολλές μαρτυρίες φαίνεται, ὅτι ὁ ὅρος Προσκομιδή ἐσήμαινε γενικά τήν Θεία Λειτουργία καί κυρίως τήν εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς. Αὐτό προκύπτει ἀπό τήν μελέτη τῶν πηγῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καί πολλῶν ἀπό τά ἀρχαιότερα σωζόμενα χειρόγραφα Εὐχολόγια τοῦ βυζαντινοῦ λειτουργικοῦ τύπου. Ὁ Ἰωάννης Μόσχος λέγει, ὅτι διά τοῦ ὅρου Προσκομιδή δηλώνεται τό τμῆμα τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπό τοῦ "Ἄξιον καί Δίκαιον" μέχρι τῆς κλάσεως τοῦ καθαγιασμένου Ἄρτου καί τῆς Κοινωνίας. Ὁ ἴδιος δέ συνεχίζει καί λέγει: "Ἐπειδή... οἱ Πρεσβύτεροι ἐκφωνοῦν "μεγάλως" (τίς εὐχές), τά παιδιά γνωρίζουν καί μαθαίνουν τήν εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς, ἐπειδή ἀκριβῶς αὐτή συνεχῶς ἐκφωνεῖται...". Νά μιά πράξη, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά μᾶς βοηθήση, πρός τό παρόν τουλάχιστον, στήν ἀντιμετώπιση τοῦ γλωσσικοῦ προβλήματος. Τό ὑπό τοῦ Ἰωάννου Μόσχου μαρτυρούμενο παρουσιάζεται γενικευμένο, ὅπως φαίνεται στίς λειτουργικές δέλτους καί σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες τῆς Συρίας καί Ἀλεξανδρείας. Ὁ ἅγιος Ἰουστίνος, ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς, στήν 1η Ἀπολογία μαρτυρεῖ, ὅτι οἱ εὐχές ἐλέγοντο μεγαλοφώνως. Ὁ Ἰωάννης Πρωτοψάλτης (7ος αἰών) γράφει, ὅτι ἡ ἀναφορά ἀπηγγέλλετο μεγαλοφώνως ἀκόμα καί στήν Δυτική Ἐκκλησία καί ἐψάλλετο. Σέ 42 λειτουργικούς τύπους τῆς Ἀνατολικῆς Συρίας, πού δημοσιεύθηκαν, ὑπάρχει, πρό τῶν εὐχῶν, ἡ ἔνδειξη "ὁ ἱερεύς ὑψῶν τήν φωνήν" ἤ "ὁ ἱερεύς κλινόμενος". Εἶναι δέ χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ Πάπας Πῖος ὁ Ι´ καθιέρωσε τήν ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν μεγαλοφώνως, δηλαδή υἱοθέτησε τήν λειτουργική πράξη τῆς Ἀνατολῆς.

Ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί οἱ ἐπί τῶν κωδίκων καί λειτουργικῶν δέλτων ἐνδείξεις, μᾶς πείθουν γιά τήν εἰς ἐπήκοον ἀνάγνωση - ἐπαγγελία τῶν εὐχῶν. Ἡ δέ σύγχρονη ἔρευνα ἐπί τοῦ πεδίου τῆς Λειτουργικῆς Θεολογίας, ἰδιαίτερα ὑπό τῶν Παναγιώτου Τρεμπέλα καί Ἰωάννου Φουντούλη, μᾶς ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα, πώς τό σύνολο τῶν εὐχῶν, ἐκτός ἐκείνων πού ἀναφέρονται ἀποκλειστικά στόν λειτουργό ἱερέα, ἀπαγγέλονται εἰς ἐπήκοον, κατά τύπον εὐκρινοῦς ἀναγνώσεως. Κατ' αὐτόν τόν τρόπο, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ μετέχει ἐνεργέστερα τῶν τελουμένων στόν Ναό, γεγονός τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τό αἴτημα τῆς Ὀρθοδόξου Λειτουργικῆς Θεολογίας, μά καί τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προϋποθέτει τήν μετοχή μέ γνώση, ἀγάπη καί πίστη.

Στήν Ἑλλάδα τό πρόβλημα τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν ἀρχίζει νά δημιουργεῖται ἐντονώτερα περί τά μέσα τοῦ αἰῶνος. Τό 1951 οἱ κάτοικοι τῆς Αἴγινας διαμαρτύρονται ἔντονα γιά τήν, κατόπιν ἐγκυκλίου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀπαγόρευση τῆς ἐκφώνου ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν. Τό 1955 ὁ Μητροπολίτης Κορινθίας καταγγέλλει τήν ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν εἰς ἐπήκοον τοῦ ἐκκλησιάσματος, τήν τέλεση τῆς λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰακώβου καί τῆς ἑσπερινῆς Προηγιασμένης. Στό ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καί ὁ καθηγητής Ἀμίλκας Ἀλιβιζᾶτος, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ περί σκανδαλισμοῦ καί περί σχίσματος. Ἀντίθετος μέ τό πνεῦμα αὐτό εἶναι ὁ Μητροπολίτης Κερκύρας Μεθόδιος, ὁ ὁποῖος σέ ἐμπεριστατωμένο ὑπόμνημά του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο προτείνει τήν ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος μέ βάση τήν παράδοση καί τίς πηγές.

Τελικά, ἡ Ἱερά Σύνοδος, δι' Ἐγκυκλίου αὐτῆς. διατάσσει αὐστηρῶς τήν ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν μυστικῶς καί ὄχι εἰς ἐπήκοον τοῦ ἐκκλησιάσματος καί τήν ἐμμελῆ ἀνάγνωση τοῦ ἀποστολικοῦ καί εὐαγγελικοῦ κειμένου, ὑπό τόν ὅρο νά μήν συντελῆ αὐτή σέ βλάβη τῆς ἐννοίας τοῦ κειμένου. Ἡ θέση αὐτή, μέχρι σήμερα, τουλάχιστον τυπικά, δέν ἔχει ἀλλάξει.

Ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά μᾶς προβληματίση εἶναι σέ τί θά συντελέση ἡ διαιώνιση τῆς σημερινῆς πράξεως:

στήν τήρηση τῆς τάξεως, πού μέχρι τώρα εἴχαμε συνηθίση, (ἡ ἐμμονή στήν συνήθεια ἤ τήν ἀρχαιότητα, χωρίς τήν ἀλήθεια, δέν χρησιμεύει).

στό νά κατατρώγονται οἱ εὐχές,

στό νά ψελλίζωνται ἐπί τροχάδην,

στό νά ἀναγινώσκονται πρωθύστερα,

στό νά κατακερματίζονται καί νά ἀκρωτηριάζεται ἡ ἀναφορά;

Ἔτσι πώς ἔχουν διαμορφωθῆ τά πράγματα σήμερα τό ἐρώτημα περί τῆς μυστικῆς ἤ τῆς εἰς ἐπήκοον ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν εἶναι ψευτοδίλημμα. Αὐτό τό ὁποῖο εἶναι πολύ οὐσιαστικό εἶναι νά ἀναγινώσκονται οἱ εὐχές στήν θέση τους. Ἀπό κεῖ καί πέρα θά προκύψουν μόνα τους κάποια πράγματα. Κανένας δέν ἔχει τό δικαίωμα νά διαβάζη τίς εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας ὅποτε θέλει, ὁποιαδήποτε λειτουργική στιγμή, καί νά διαμορφώνη μέ τόν τρόπο αὐτό μιά ἀλλότρια λειτουργική ἔκφραση καί πράξη, πού κάθε ἄλλο παρά ὀρθόδοξη εἶναι. Πρόκειται γιά φαινόμενο ἀσέβειας, αὐθαιρεσίας, ἐκκλησιολογικῆς ἐκτροπῆς καί ἀνατροπῆς, μή ἀποκαταστάσεως τῆς πληρότητας καί ὁλοκληρώσεως τῆς ἀληθείας.

Συμπερασματικά, στό θέμα τῆς λειτουργικῆς μας πράξεως, θά λέγαμε, ὅτι εἶναι οὐσιαστικό νά γνωρίσουμε πρῶτα αὐτό πού κάνουμε καί τό "γιατί τό πράττουμε" καί ἐάν κάποιες διαθέσεις γιά τήν λειτουργική ὁμοιομορφία, λειτουργικές ἀλλαγές καί προσθῆκες, θά μποροῦσαν νά ἐγγυηθοῦν μία πρόοδο, πού θά ὠφελοῦσε τήν αὔξηση καί προκοπή τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, καί ὄχι μιά εὐκαιριακή μεταμόρφωση.

4. 1. Τό κήρυγμα

Πολλές φορές παρεμβάλλεται, κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Κοινωνίας τῶν κληρικῶν, στό Κοινωνικό δηλαδή, τό θεῖο κήρυγμα, τό ὁποῖο ἀνέκαθεν ἐτελεσιουργεῖτο μετά τά ἱερά ἀναγνώσματα καί μάλιστα τἠν ἀνάγνωση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι κάτι πού καί ὁ γράφων τό πράττει. Φοβούμεθα, ὅμως, ὅτι ἡ τακτική αὐτή διασπᾶ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας σέ δύο τάξεις: στήν τάξη τῶν κοινωνούντων κληρικῶν καί στήν τάξη τῶν ἀκροωμένων λαϊκῶν. Εἶναι φανερό, παρά τά ὅποια πρακτικά προβλήματα, τά ὁποῖα μᾶς ἀναγκάζουν νά μεταθέτουμε τήν ὥρα τοῦ κηρύγματος, ἡ εἰκόνα αὐτή δέν ἐνισχύει τήν ἔννοια τῆς Κοινωνίας καί τοῦ ἑνός Σώματος μεταξύ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πράξη δέ αὐτή μᾶς ἀποκαλύπτει καί ἕνα ἄλλο πρόβλημα. Τό πρόβλημα αὐτό εἶναι, ὅτι οἱ πιστοί μας ἔπαυσαν νά θεωροῦν ὡς τό κέντρο τῆς λατρείας τήν θεία Εὐχαριστία καί τήν συμμετοχή τους σ' αὐτή. "Οἰκονομοῦντες", λοιπόν, κατ' αὐτόν τόν τρόπο τά πράγματα, μεταθέτοντες τό κήρυγμα σέ ἕνα σημεῖο πού διευκολύνει, κατά τήν ἄποψή μας, τά πράγματα, θά πρέπει νά προβληματιστοῦμε, κατά πρῶτον, ἐάν βοηθᾶμε τούς πιστούς νά βιώσουν τήν κεντρική σημασία τῆς Θείας Εὐχαριστίας στήν προσωπική τους ζωή καί στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί, κατά δεύτερον, ἐάν τό κήρυγμά μας τούς διδάσκει πῶς νά λατρεύουν τόν Θεό μέσα στήν Ἐκκλησία. Γίνεται κατανοητό, ὅτι καί αὐτό τό θέμα εἶναι σοβαρώτατο. Πρέπει νά κατανοήσουμε, ὅτι δέν πρόκειται ἁπλῶς περί "ἐξυπηρετήσεως" μιᾶς πρακτικῆς ἀνάγκης, ἀλλά περί αὐτῆς τῆς οὐσίας τῆς θείας λατρείας, περί τῆς ἐκφράσεως τῆς πραγματικότητας αὐτῆς ὑπό τῶν πιστῶν. Πάντως εἶναι προτιμότερο, χωρίς νά ἀποκλείσουμε κάποιες ἐξαιρετικές περιπτώσεις, νά ὑποστοῦμε τά μειονεκτήματα τῆς ὀρθῆς πράξεως, τῆς ἐπιστροφῆς δηλαδή τοῦ κηρύγματος ἀμέσως μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, παρά νά ἐπωφεληθοῦμε ἀπό τά ἀμφίβολα πλεονεκτήματα τῆς μεταθέσεώς του κατά τήν ὥρα τοῦ Κοινωνικοῦ.

Ἀντί Ἐπιλόγου

Παρά τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα ἡ ἐκκλησιαστική αὐτοσυνειδησία μπορεῖ, γιατί ὑπάρχει ἡ Χάρη τοῦ Πνεύματος, νά ξαναζωντανεύη, νά ἐνεργοποιεῖται καί διατηρῆται κάθε στιγμή κατά τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας. Ὁμολογοῦμε ἀκόμη καί σήμερα, παρά τήν ἀστοχία καί ἀτέλειά μας, τήν δυνατότητα τῆς κοινωνίας μέ τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τῆς εἰσόδου μας μέσα στήν λάμψη, στήν ἀλήθεια καί στήν χαρά τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως. "Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλά βομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦμεν". Ὀφείλουμε δυναμικά νά ἐπανεύρουμε καί νά ἀνακαλύψουμε τό νόημα τῆς Εὐχαριστίας, τῆς μεγαλύτερης καί πιό ἀληθινῆς δυνάμεώς μας, νά ἀποκτήσουμε συνείδηση τῆς ἐσχατολογικῆς πληρότητάς της, νά τήν γνωρίσουμε καί πάλι ὡς μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἡ κάθε ἡμέρα μας εἶναι γεμάτη μέ τό πλήρωμα τῆς ζωῆς καί ὅλος ὁ χρόνος τοῦ παρόντος βίου γίνεται "ἐνιαυτός Κυρίου δε κτός" .

Κατά τήν διάρκεια τῆς ἱερατικῆς μας πορείας, σταυρικῆς καί μαρτυρικῆς ὅσο ποτέ ἄλλοτε, ἄς μήν λησμονοῦμε, ὅτι τό ἅγιο Πνεῦμα, πού κατευθύνει τό "λειτουργικό μέλλον" τῆς Ἐκκλησίας, θά ἔχη καί πάλι τόν τελευταῖο λόγο.



Θεία Ευχαριστία
Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά
Ανδρέα Θεοδώρου
εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 
1997, σελ. 165-172.


Πόσο σημαντικό είναι το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας;

Το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας είναι μυστήριο θεοποιητικό. Κατ' αυτό η φύση του ανθρώπου ζυμώνεται με τη θεότητα. Ενώνεται μυστηριακώς με το σώμα και το αίμα του Θεού, γεμίζει από Θεό, θεοποιείται. Ο κοινωνών λαμβάνει άφεση αμαρτιών και ζωήν αιώνιον. Αθανατίζεται, αφθαρτοποιείται. Μαζί με το βάπτισμα είναι κορυφαίο μυστήριο της Εκκλησίας. Καλείται δε «κυριακό» -όπως και το βάπτισμα- γιατί έχει άμεση τη σύσταση του άπό τον Κύριο (Ματθ. 26, 26-28).


Ποια είναι η φύση τον ιερού μυστηρίου;

Είναι μυστήριο και θυσία. Είναι μυστήριο κατά το οποίο, δια της ευχής του ιερέα, κατέρχεται η χάρη του αγίου Πνεύματος και μεταβάλλει τα φυσικά στοιχεία του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού. Το πράγμα είναι μυστήριο φοβερό, ανερμήνευτο και ακατάληπτο. Η μεταβολή και μεταποίηση γίνεται στην ουσία των φυσικών στοιχείων. Χάνουν δηλαδή τα στοιχεία τη δική τους ουσία, και τη θέση της καταλαμβάνουν το άχραντο σώμα και το τίμιο αίμα του Χριστού. Φυσικά διατηρούν τα συμβεβηκότα, όσα υπάρχουν περί την ουσία, δηλαδή τις φυσικές τους ποιότητες του βάρους, του χρώματος, της οσμής, της γεύσεως, της οξύτητος (του οίνου) κ.α. Αυτός που κοινωνεί δέχεται αυτούσιο το σώμα και το αίμα του Χριστού, αυτό που γεννήθηκε, αυξήθηκε, έπαθε στο σταυρό, αναστήθηκε εκ των νεκρών και, θεωμένο, αναλήφθηκε στους ουρανούς. Κοινωνεί ολόκληρης της ανθρώπινης φύσεως του Κυρίου και συνημμένως της θεότητός του, που είναι αχώριστα ενωμένη με αυτή. Κατ' επέκταση κοινωνεί και του τριαδικού Θεού!

Η θεία Ευχαριστία είναι ταυτόχρονα και θυσία. Είναι η ίδια η θυσία του σταυρού, πρόληψη της όποιας έκανε ο Σωτήρας κατά το Μυστικό Δείπνο της Μ. Πέμπτης. Είναι η ίδια θυσία με τη σταυρική, προσφερόμενη όμως αναιμάκτως, ενώ η θυσία του Σταυρού έγινε εν αίματι. Ομοίως, ενώ η σταυρική θυσία έγινε μια για πάντα για την κατάργηση της αμαρτίας και του θανάτου, η θυσία της ευχαριστίας γίνεται πολλάκις, με σκοπό να εφαρμόσει τα σωτήρια αγαθά της μεγάλης εκείνης θυσίας στο σώμα των πιστευόντων μελών της Εκκλησίας. Στη θυσία της Ευχαριστίας θύτης και θύμα είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος προσφέρεται δια χειρός του ιερέως.


Όταν κοινωνεί κανείς χωρίς ηθική προπαρασκευή, κάνει μεγάλο αμάρτημα;

Ναι, πολύ μεγάλο. Διότι δε «διακρίνει» το σώμα και το αίμα του Χριστού (Α΄ Κορ. 11, 29). Δεν το χωρίζει από τις άλλες φυσικές τροφές. Δεν έχει αίσθηση αυτού που κάνει, ότι δηλαδή δέχεται μέσα του τον Κύριο. Προσέρχεται χωρίς να έχει φόβο θεού. Το χειρότερο δε, ανακατεύει το σώμα και το αίμα του Χριστού με ένα σωρό ηθικές ακαθαρσίες που φωλιάζουν στην ψυχή του και με τα αισχρά έργα της ανομίας του. Έτσι, αντί να λάβει θεία ευλογία, δέχεται στην ψυχή του κρίμα και κατάκριμα, γινόμενος έρμαιο του διαβόλου. Στην αρχαία Εκκλησία πολλοί που κοινωνούσαν αδιάκριτα αρρώσταιναν και πέθαιναν. Η προπαρασκευή για τη θεία κοινωνία είναι η ειλικρινής μετάνοια και η εξομολόγηση.


Όταν κοινωνεί κανείς μια μικρή μερίδα από τα αγιασμένα θεία δώρα, κοινωνεί ολόκληρο το Χριστό;

Ναι. Κοινωνεί ολόκληρο το σώμα και το αίμα του Κυρίου, ολόκληρη την ανθρωπότητα του και τη συνημμένη θεότητα του Λόγου. Δεν κοινωνεί τόσο μόνο από το σώμα και το αίμα του Χριστού, όσο αναλογεί στον όγκο και την έκταση του αγίου μεριδίου που δέχεται. Και στο πιο μικρό τεμάχιο της θείας Ευχαριστίας υπάρχει ολόκληρος ο Χριστός. Τόσο ο ιερέας που καταλύει ολόκληρη την ποσότητα των τιμίων δώρων που απομένει μετά την μετάληψη των πιστών, όσο και ο πιστός που δέχεται ένα μικρό μονάχα μέρος, κοινωνούν τον ίδιο Χριστό.

Όπως σε ένα μεγάλο καθρέφτη ανακλάται ολόκληρος ο ήλιος αν θραύσουμε τον καθρέφτη σε πολλά κομμάτια σε κάθε ένα από αυτά θα ανακλάται πάλι ο ίδιος ήλιος έτσι και ο Χριστός βρίσκεται ολόκληρος σε όλη την ποσότητα των καθαγιασθέντων τιμίων δώρων, όπως και σε ενα μικρό μερίδιο αυτών. Συγχρόνως είναι παρών και σε όλα τα αγία ποτήρια των ορθοδόξων ναών, όπου τελείται το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Είναι το μέγιστο θαύμα του Θεού!


Είναι σωστός ο όρος «μετουσίωση» ( transsubstantiatio );

Τον όρο αυτό χρησιμοποιεί κυρίως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Δεν είναι εσφαλμένος. Εννοιολογικά αντιστοιχεί με τους όρους «μεταβολή», «μεταποίηση», «μεταστοιχείωση», που χρησιμοποιεί η Όρθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Χρησιμοποιείται δε και σε μας ο όρος μετουσίωση με την έννοια της μεταβολής. Καλό όμως θα ήταν ν' αποφεύγεται η χρήση του στην o ρθόδοξη θεολογία, μια και θυμίζει σχολαστικές λεπτολογίες περί διακρίσεως ουσίας και συμβεβηκότων, βασισμένες στην Αριστοτέλεια φιλοσοφία. Οι όροι μεταποίηση και μεταβολή είναι δοκιμότεροι, ο δε ορθόδοξος πιστός δεν πρέπει να πολυπραγμονεί τον τρόπο με τον όποιο γίνεται η μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού (βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκθεσις της Ορθοδόξου Πίστεως, IV , ΙΓ΄, PG 94, 1144-1145). Του αρκεί η πίστη στην παντοδυναμία του Θεού και η συγκατάθεση του νου του στο φοβερό και απερινόητο θείο μυστήριο.


Είναι σωστή η χρήση άζυμων στη θεία Ευχαριστία;

Όχι, δεν είναι σωστή. Για τη θεία ευχαριστία χρησιμοποιείται άρτος ένζυμος και οίνος ύδατι κεκραμένος, σε ανάμνηση της ρεύσεως αίματος και ύδατος άπό την τρωθείσα με λόγχη πλευρά του Κυρίου επάνω στο σταυρό (Ιωαν. 19,34). Ένζυμο άρτο χρησιμοποιεί η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, άζυμα δε οι Ρωμαιοκαθολικοί και άλλοι. Δεν είναι δε ορθή η χρήση των άζύμων, διότι όταν ο Χριστός λίγες ώρες πριν από το σταυρικό του θάνατο έφαγε το τελευταίο εβραϊκό Πάσχα μετά των μαθητών του το εσπέρας της Μ. Πέμπτης, ότε και συνέστησε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας (14 του μηνός Νισάν), χρησιμοποίησε άρτο, διότι τα άζυμα δεν ήταν ακόμη εν χρήσει. Η βρώση τους άρχιζε την επαύριο, την πρώτη ημέρα του εβραϊκού Πάσχα (15 του Νισάν) και διαρκούσε επτά ήμερες.


Επιτρέπεται να κοινωνούν της θείας Ευχαριστίας τα βαπτισθέντα νήπια;

Φυσικά επιτρέπεται. Εφόσον δέχθηκαν το ιερό βάπτισμα που τους αφαίρεσε το προπατορικό αμάρτημα και τα αναγέννησε πνευματικώς, και έλαβαν περαιτέρω το άγιο χρίσμα το όποιο σφράγισε τις δωρεές του βαπτίσματος, δεν υπάρχει κανένας λόγος να στερηθεί η τρυφερή και καθαρή φύση τους των ευεργετημάτων, που παρέχει η κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού.

Και στο θέμα αυτό καινοτόμησε, με το ίδιο πάντοτε σκεπτικό, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία δεν παρέχει στα βαπτισθέντα νήπια το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Την πρώτη κοινωνία τους θα λάβουν τα παιδιά επίσημα στην Εκκλησία κατά την τέλεση του μυστηρίου του χρίσματος (12ο έτος).


Τι είναι η concomitantia, βάσει της οποίας η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δε χορηγεί αίμα Χριστού στους λαϊκούς;

Είναι μία θεωρία την οποία διετύπωσε ο Θωμάς A κινάτης για να δώσει θεολογικό έρεισμα στην πράξη της Εκκλησίας του να στερεί τους λαϊκούς από το άγιο Ποτήριο. Ο όρος σημαίνει «συνακολουθία». Κατά τη θεωρία, όπου υπάρχει σώμα εκεί πρέπει να είναι και το αίμα, που περιέχεται σ' αυτό. Σώμα χωρίς αίμα δεν είναι νοητό. Έτσι και στο σώμα του Κυρίου, τον άγιο άρτο, πρέπει να υπάρχει και το τίμιο αίμα του (ο αγιασμένος οίνος). Επομένως, κοινωνώντας ο πιστός του άρτου, κοινωνεί ταυτόχρονα και του αίματος (του οίνου) που περιλαμβάνεται σ' αυτόν. Συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να κοινωνεί ιδιαιτέρως και αίμα Χριστού. Το προνόμιο να κοινωνούν και αίμα Χρίστου επιφυλάσσεται μονάχα στους λειτουργούντες ιερείς. Οι μη λειτουργούντες (ιερείς) δεν έχουν τη δυνατότητα αυτή.

Εξυπνάδες βέβαια του Θωμά. Κρίμα που ο Χριστός αγνοούσε τη θεωρία του, και συνέστησε τη θεία Κοινωνία υπ' αμφότερα τα είδη, με ιδιαίτερη μάλιστα μνεία για το αίμα του, ειπών: «Πίετε εξ αυτού πάντες»! Στο «πάντες» φυσικά περιλαμβάνονται και οι λαϊκοί, άσχετα αν οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν αντίθετη γνώμη.

Ότι κύριος σκοπός της πράξεως αυτής του Ρωμαιοπαπισμού είναι η έξαρση των κληρικών υπεράνω του λαϊκού στοιχείου της Εκκλησίας, είναι περιττό και να σημειωθεί.


Πότε γίνεται ο καθαγιασμός των τιμίων δώρων;

Μετά το «τα σα εκ των σων», όταν ο ιερέας διαβάζει την ευχή καθαγιάσεως, επικαλούμενος το άγιο Πνεύμα να έλθει και με τη χάρη του να μεταβάλει τα φυσικά στοιχεία του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού. Είναι φυσικά η ιερότερη στιγμή της θείας λειτουργίας. Όταν αύτη (η λειτουργία) γίνεται την Κυριακή, απαγορεύεται οι πιστοί να γονατίζουν, διότι η Κυριακή, ως ανάμνηση της Αναστάσεως του Χριστού, είναι ημέρα εόρτιας χαράς (Κανών 90 Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου). Κατά τις καθημερινές βέβαια, όταν τελούνται μνήμες Αγίων, η γονυκλισία επιτρέπεται.

Οι Ρωμαιοκαθολικοί ως στιγμή καθαγιάσεως των τιμίων δώρων δέχονται τους εισαγωγικούς λόγους του μυστηρίου, που εξεφώνησε ο Χριστός: «Λάβετε φάγετε...» και «πίετε εξ αυτού πάντες...». Αν ήταν όμως έτσι, ποια έννοια θα είχε η μνεία της ευχής καθαγιάσεως που απαντά σε όλα τα αρχαία τυπικά τελέσεως της θείας λειτουργίας;


Τι φρονούν γενικά περί θείας Ευχαριστίας οι Διαμαρτυρόμενοι;

Η θεία Ευχαριστία, μαζί με το ιερό βάπτισμα, είναι τα μόνα εκκλησιαστικά μυστήρια που δέχονται οι Προτεστάντες. Δεν μπορούν φυσικά να κάνουν αλλιώς, γιατί θα έμεναν εκτεθειμένοι, μια και περί αυτών κάνει ρητό λόγο η Γραφή.

Αλλά και το μυστήριο αυτό το δέχονται σύμφωνα με τις δικές τους προκαταλήψεις. Εν πρώτοις δε δέχονται τη θεία Ευχαριστία ως θυσία. Η θυσία εξυπακούει ιερείς, αυτοί όμως δεν έχουν ιερείς, γιατί απορρίπτουν το μυστήριο της ιερωσύνης, το όποιο ανήκει στην ορατή Εκκλησία, που ομοίως απορρίπτουν. Αυτοί έχουν μόνο ποιμένες (πάστορες), που κύριο έργο τους έχουν να κηρύσσουν το λόγο του Θεού.

Κατόπιν απορρίπτουν την πραγματική παρουσία του Χριστού στα δώρα της θείας Ευχαριστίας. Ο άρτος και ο οίνος, κατ' αυτούς, δεν είναι σώμα και αίμα Χριστού. Είναι απλώς σύμβολα της υποσχέσεως του Κυρίου να είναι πάντοτε μαζί με την Εκκλησία του και να την ευλογεί. Τη μετουσίωση απορρίπτουν κατηγορηματικά.

Πραγματική παρουσία δέχονται μόνο οι Λουθηρανοί (και φυσικά οι Αγγλικανοί), αλλά κατά έναν ιδιότυπο τρόπο. Για να ερμηνεύσουν την παρουσία του Χριστού στη θεία Ευχαριστία, έπλασαν τη θεωρία της Ubiquitas (βλ. Α. Θεοδώρου, Η περί Ubiquitas διδασκαλία των Λουθηρανών, Αθήνα, 1967), κεντρική ιδέα της οποίας είναι ότι το σώμα του Χριστού είναι πανταχού παρόν. Ως πανταχού παρόν, βρίσκεται και στον άρτο και τον οίνο της Ευχαριστίας. Μια πραγματικά πολύ απλή και εύκολη θεωρία. Δεν πρόσεξαν όμως κάτι. Αν ο Χριστός είναι παρών στην Ευχαριστία δυνάμει της πανταχού παρουσίας του σώματος του, τότε κατά ίσο λόγο θα είναι παρών και στις άλλες φυσικές τροφές. Σε τέτοια όμως περίπτωση, τι περισσό παρείχε η θεία Ευχαριστία; ’λλωστε και η αφετηρία της θεωρίας αυτής, ότι δηλαδή το σώμα του Χριστού είναι πανταχού παρόν, είναι εσφαλμένη. Ο Χριστός είναι ο πανταχού παρών με τη θεότητα και την ανθρωπότητα του, και όχι μονάχα το σώμα του, που, αν και ενωμένο υποστατικά με τη θεότητα και θεωμένο, δεν εξέρχεται των ορίων της πεπερασμένης του φύσεως. Περιττό να σημειωθεί, ότι στις σκέψεις αυτές υπάρχει εσφαλμένη αντίληψη περί αντιδόσεως των ιδιωμάτων των δύο φύσεων στο Χριστό. Ένα βήμα απομένει για να καταλήξει κανείς στο μονοφυσιτισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

______________________________________ Αρχειοθήκη αναρτησεων ιστολογίου